Ο Μορμόλης του Παναγιώτη Σκούφη

Εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό ξεκίνησα με ενθουσιασμό να συναντήσω τον Παναγιώτη Σκούφη, τον άνθρωπο πίσω από τον “Μορμόλη”, ένα θεατρικό έργο που σαν παιδί είχα ξεχωρίσει και που ακόμα και σήμερα τα τραγούδια του ηχούν στ’ αυτιά μου: “Ο Μορμόλης, είν’ Μορμόλης, κι εμείς είμαστε εμείς”. Ο κ. Σκούφης με δέχτηκε στην όμορφη οικία του μαζί με την κόρη του, με την οποία μας συνδέει μια βαθιά φιλία. Στα 93 του χρόνια, ο Παναγιώτης Σκούφης μου απέδειξε πως το να μεγαλώνει κανείς είναι μια ευκαιρία να συνεχίσει να δημιουργεί, να έρχεται σε επαφή με συνανθρώπους του και να χαμογελά στη ζωή. Στα μάτια του σιγόκαιγε η φλόγα που μαρτυράει τη σοφία και το πάθος του για μια συνεχή μάθηση όπως και για εσωτερική εξέλιξη. Είχε να μου πει πολλά, για τα δύσκολα παιδικά του χρόνια, για αυτά που συνάντησε μεγαλώνοντας λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων, για την μάχη που έδινε για να συντηρήσει την οικογένειά του αλλά και για τα βιβλία που διάβασε, έγραψε, για το θέατρο του Μπρεχτ και τη μουσική του Μπαχ. Μαζί σας όμως θα μοιραστεί την εμπειρία και τα συναισθήματά του γύρω από το παιδικό-ή όχι-θεατρικό έργο “ο Μορμόλης”.

 

Ποιος και πότε σας πλησίασε για τη μετάφραση του «Μορμόλη»;

Είναι από τα τυχαία στη ζωή. Πριν από τη δικτατορία ο εκδοτικός οίκος Θεμέλιο, μας είχε αναθέσει, ο Πέτρος Μάρκαρης και εγώ, να μεταφράσουμε τα θεατρικά του Μπρεχτ, και ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς και εγώ, τα βιβλία του Μαρξ για τους ταξικούς αγώνες στη Γαλλία, που ήθελε να τα εκδώσει.

Για λόγους επαγγελματικούς, στις 13 Απρίλη του 1967, έφυγα για Μόναχο-Παρίσι με εισιτήριο επιστροφής 25 Απρίλη. Στις 21 Απρίλη οι γνωστοί καραβανάδες υποδούλωσαν τον ελληνικό λαό με τις γνωστές καταστροφές. Έμεινα στο Παρίσι και εργάστηκα στον ΟΟΣΑ ως τον Σεπτέμβρη του 1973, που υπέβαλλα παραίτηση και γύρισα στην Ελλάδα για να ξαναρχίσω τη δικηγορία. Τότε, η Ξένια Καλογεροπούλου, στα πλαίσια μιας σειράς παιδικών θεατρικών παραστάσεων, που ήθελε ν’ αρχίσει, ζήτησε από τον Μάρκαρη να μεταφράσει το Mugnog (Mugnog-kinder είναι το πρωτότυπο έργο του Rainer Hachfeld στα γερμανικά) και εκείνος την παρέπεμψε σε μένα καθώς ο ίδιος δεν ευκαιρούσε τότε. Το φθινόπωρο του 1973 η Ξένια Καλογεροπούλου επικοινώνησε μαζί μου για την μετάφραση του έργου. Το γερμανικό αντίτυπο ήταν πολυγραφημένο και άνηκε στον πρωτοποριακό θίασο του Θεάτρου Γκριπς (Grips Theater). Στην πρώην Δυτική Γερμανία όπως και στην Δυτική Ευρώπη παρατηρείται εκείνη την εποχή μια προσπάθεια βελτίωσης του παιδικού θεάτρου με διακριτικές αναφορές σε κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις.

Εσείς γνωρίζατε για το Mugnog-kinder και το Grips Theater πριν σας γίνει η πρόταση για τη μετάφραση του έργου; Και ποια ήταν τα συναισθήματά σας κατά τη διάρκεια της μετάφρασης σχετικά και με τα δικά σας παιδιά;

Όχι δεν το γνώριζα αν και γνώστης του γερμανικού θεάτρου, ύστερα από διαμονή 3 ετών στο Μόναχο, και ενός έτους στο Βερολίνο για μεταπτυχιακές σπουδές. Πέρα από την χαρά και την ικανοποίηση που ένιωσα από τη μετάφραση κάτι όμως με προβλημάτισε. Συνειδητοποίησα ότι απευθύνεται όχι μόνο σε μικρούς αλλά και σε μεγάλους. Σκεφτείτε πώς κάνουν κριτική τα παιδιά: «αφήστε αυτά που ξέρατε και μάθατε, είμαστε άλλη γενιά εμείς!», «ο Μορμόλης λέει στις διακοπές θα τρώμε και θα πηγαίνουμε για ύπνο όταν θέλουμε κι όχι όταν πρέπει!».  Το 1973, ο γιος μου είχε κλείσει τα δεκατρία και η   κόρη μου τα δέκα. Όταν τελείωσα τη μετάφραση,   ένιωσα άγριες τύψεις και μελαγχόλησα. Είχα   μεγαλώσει τα παιδιά μου με το «πρέπει», την   «υπακοή», τον «σεβασμό», όπως βέβαια τα   εννοούσα εγώ αυτά τα πράγματα, δηλαδή όπως   μου τα είχανε μάθει και μένα. Είμαστε όλοι θύματα   του συστήματος, είμαστε κρίκοι του. Πρέπει   κάποτε να σπάσουν αυτοί οι κρίκοι. Μόνο τα   παιδιά μπορούν να το κάνουν αυτό. Ας τα   βοηθήσουμε. Αυτά που μάθαμε από τους γονιούς μας ας μην τα μεταφέρουμε άκριτα και μηχανικά στα παιδιά μας. Τα «πρέπει» και τα «σωστά», δεν είναι για όλους τους ανθρώπους ίδια και κυρίως, δεν παραμένουν σε όλες τις εποχές αναλλοίωτα. Μέσα από το έργο αυτό συνειδητοποίησα πολλές πλάνες μου, στις σχέσεις μου με τα παιδιά μου και με τους μεγάλους επίσης.

 

Άλλαξε η συμπεριφορά σας απέναντι στα παιδιά σας, γνωρίζοντας πλέον το μήνυμα που ήθελε να περάσει ο Μορμόλης;

Ναι. Πιστεύω ότι είμαστε εν πορεία σ’ όλη μας τη ζωή. Όμως, μετά την εφηβεία μας, διότι μέχρι τότε η υπεροχή των γονιών, η άγνοιά μας, η μίμηση και η κοινωνία μάς επιβάλλουν μια συγκεκριμένη συμπεριφορά και σκέψη. Άρα, μόνο όταν μεγαλώσουμε και γίνουμε αυτόνομοι σε πράξεις και σε σκέψεις, αρχίζουμε να βελτιώνουμε την ποιότητα μας ως άνθρωποι. Γι’ αυτό και πιστεύω στα 93 μου χρόνια σήμερα, ότι είμαστε συνεχώς εν πορεία για βελτίωση ποιοτική, ψυχική, πνευματική και ανθρώπινη, αλλιώς περνάμε επιφανειακά από τον κόσμο μας και από τη ζωή.

Ο Κουκαλάνι αναφέρει ότι ο Μορμόλης είναι δική σας επινόηση. Σε τι αναφέρεται ακριβώς;

Το γερμανικό κείμενο απευθύνεται σε παιδιά που έχουν παράδοση παιδικού θεάτρου εκεί. Επειδή στην Ελλάδα δεν είχαμε ως τότε παράδοση παιδικού θεάτρου, εκτός από τη μετάφραση έκανα και μια εισαγωγή 14 σελίδων περίπου που δεν υπάρχει στο πρωτότυπο (το Mugnog), διότι θεωρώ το θέατρο ως την πιο πλούσια και την πιο αποτελεσματική μορφή Τέχνης. Θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για μικρή διασκευή του Mugnog και όχι απλώς για μετάφραση. Επίσης, έδωσα σκηνοθετικές οδηγίες τις οποίες  γνώριζα χάρη στο πάθος μου και στις γνώσεις μου για το θέατρο γενικώς, αλλά εν προκειμένω ειδικώς για το γερμανικό θέατρο.

 

Επομένως επειδή τότε υπήρχε μόνο η «θεία Λένα»   και κάποια άλλα λιγάκι «χαζούλικα», τα οποία δεν   είχαν καν την εξυπνάδα του Καραγκιόζη, ήθελα με   αυτήν την εισαγωγή να καταργήσω με το στόμα   των παιδιών τα “αποβλακωτικά” παραμύθια για όμορφες βασιλοπούλες και ηρωικά βασιλόπουλα που παντρεύονταν φτωχά αλλά όμορφα κορίτσια. Όσο για την μετάφραση καθ’ εαυτή, θέλω να πω, ότι στη μετάφραση πρέπει να ξέρεις πολύ καλά την ξένη γλώσσα κι ακόμα καλύτερα τη δική σου, γιατί έχεις να συνδυάσεις το νόημα αλλά και την ηχητική αντίληψη στο αυτί που δίνει η κάθε γλώσσα για να τη μεταφέρεις όσο γίνεται πιο πιστά στη δική σου. Έχεις τον μύθο, που ενδεχομένως μια λέξη ή μια φράση που περιέχει αναφέρεται στην ιστορία του λαού εκείνου και πρέπει να τη φέρεις στον δικό σου, με όλα της τα νοήματα και συμφραζόμενα. Ούτε απλώς μια φιλολογική ούτε απλώς μια νοηματική μετάφραση είναι επαρκής. Πρέπει λοιπόν πολλά να συνδυάσεις και αυτό μου χτυπά συναγερμό σε όλες τις χορδές. Θαρρώ αυτό εννοεί ο Κουκαλάνι, όταν περιγράφει τον Μορμόλη ως δική μου επινόηση.

Γιατί η ονομασία Μορμόλης;

Αφού μετέφρασα τον Mugnog, μου λέει η Ξένια μια μέρα, να μιλήσουμε και για τον τίτλο μιας και η λέξη Mugnog δεν σημαίνει κάτι στα γερμανικά αλλά είναι απλά μια συνήχηση. Ρίξαμε λοιπόν στο τραπέζι αρκετούς τίτλους, άλλους με ηχητικό περιεχόμενο ευχάριστο και άλλους, που είχαν ένα κάποιο νόημα. Θέλαμε δηλαδή να μην είναι απλά ένα άσμα, ένα τραγούδι ή η γοητεία του αυτιού, αλλά να οδηγεί και παραπέρα σε νόημα. Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, ο οποίος ανέλαβε και την διασκευή των τραγουδιών-ποιημάτων, με ψευδώνυμο τότε, ήταν εκείνος που τελικά πρότεινε το όνομα Μορμόλης.

Ποια σημεία του έργου σάς φάνηκαν πρωτοποριακά ή σας συνεπήραν;

Θα έλεγα ότι το έργο αυτό είχε το προσόν να έχει μια ενότητα αδιάσπαστη. Πηγαίνει σκαλί σκαλί και συντρίβει, για να μην πω εξευτελίζει, εύστοχα όλα αυτά που η κοινωνία θεωρεί υψηλά αξιώματα σπουδαίων ανθρώπων. Από την οικογένεια, τον πατέρα, την μάνα, από τον δάσκαλο, φτάνοντας στον χωροφύλακα, προχωρώντας στον δήμαρχο, στον υπουργό και σε όλους τους αξιωματούχους αυτής της «καραγκιόζικης» κοινωνίας που έχουν κατασκευάσει οι ενήλικοι.

 

Τι αντιπροσωπεύει ο Μορμόλης για εσάς;

Για εμένα αντιπροσωπεύει πολλά. Θα τα συνόψιζα σε μια φράση: την πραγματική επανάσταση της κάθε γενιάς έναντι της προηγούμενης, η οποία έχει αποστεωθεί γιατί δεν μπορεί να αλλάξει τις συνήθειές της. Οι ηλικιωμένοι αποτελούμε εμπόδιο για τους νέους. Πρέπει να το συνειδητοποιήσουμε και να αποσυρθούμε εγκαίρως. Μπορούμε να λέμε κάποια πράγματα, αλλά να κάνουμε αυτό που έκανε και ο Σωκράτης: έλεγε μεν, δεν επέβαλε δε. Στα παιδιά ο Μορμόλης δίνει πολλά και θα έδινε περισσότερα αν δεν παρεμβάλλονταν η αυθεντία και η ημιμάθεια των γονιών. Ελάχιστοι γονείς θα πουν στα παιδιά : «κρίνε μόνος σου, μην ακούς εμένα! ». Είναι τροχοπέδη η γενιά που πέρασε τα 50-60 και δεν αποσύρεται διακριτικά, ώστε να αφήσει την καινούργια γενιά να πετάξει και να δημιουργήσει. Πάντα συμβουλεύοντάς την βέβαια, αλλά χωρίς να επιβάλλει τη γνώμη της.

Πώς ανταποκρίθηκε ο κόσμος στην πρώτη παράσταση του έργου και πώς τώρα;

Η παράσταση ανέβηκε στις 25 Νοέμβρη του 1973, μια βδομάδα μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Μετά την πρώτη παράσταση θυμάμαι ότι είχε γίνει και μια γιορτή όπου μάλιστα είχα αγοράσει αντίτυπα από τα «Λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» του Ρίτσου που είχαν εκδοθεί τότε, και τα χάρισα σε όλους τους ηθοποιούς που έπαιξαν τον Μορμόλη. Η αντίδραση του κοινού ήταν θα έλεγα καλυμμένα ενθουσιώδης, ευχάριστη αλλά σιωπηλά, ψιθυριστά. Είχαν προηγηθεί τα γεγονότα του Πολυτεχνείου κι ο τρόμος ήταν διάχυτος παντού. Έτσι, ο κόσμος ήταν σιωπηλά χαρούμενος.

 

Ποιο το feedback που λαμβάνετε από την παράσταση του Μορμόλη;

Με παίρνουν τηλέφωνο άνθρωποι, που είναι πια γονείς κι έχουν μικρά παιδιά και μιλούν για τον Μορμόλη σαν να έγιναν από “Σαούλ, Παύλος”, σαν δηλαδή να τους φώτισε σε μια κρίσιμη στιγμή της ζωής τους, ως παιδιά που ήταν τότε. Είχε τεράστια επιτυχία, μόνο στη Θεσσαλονίκη έκοψε 36.000 εισιτήρια. Πριν δυο χρόνια, με παίρνει μια κυρία από τον Κορυδαλλό και μου λέει έχουμε έναν ερασιτεχνικό θίασο του Δήμου και θέλουμε να ανεβάσουμε τον Μορμόλη. Μια συμπαθέστατη κυρία με σπουδές θρησκειολογίας και με ευρύτατη μόρφωση. Φυσικά και δέχτηκα. Το ανέβασαν και παραβρέθηκα στην παράσταση η οποία ήταν πραγματικά εξαιρετική. Μου το ζητάνε σχολεία, μου το ζητάνε ερασιτεχνικοί θεατρικοί θίασοι και το δίνω με χαρά. Δεν ζητώ δικαιώματα παρά μόνο από τους επαγγελματίες και χαίρομαι πάρα πολύ. Έχουμε όλοι μας ένα καθήκον ως μέλη μιας κοινωνίας: το «εμείς». Οι άνθρωποι που δεν έχουν χρόνο και τρέχουν για το μεροκάματο, τροφοδοτούνται μέρα-νύχτα, από εφημερίδες, ραδιόφωνα, τηλέφωνα, διαφημίσεις, τηλεοράσεις, σχεδόν μόνο με σκουπίδια. Εάν λοιπόν κάποιος έχει την αίσθηση ότι, «εγώ», αποτελώ μια μονάδα ενός πολυπληθούς λαού, ενός συνόλου, η υποχρέωσή μου είναι ακριβώς να φωνάζω και να λέω αυτό που θεωρώ ότι είναι το πιο σωστό, το πιο ανθρώπινο, το πιο δίκαιο, εκείνο που μας ενώνει στο «εμείς» ισότιμα και όχι που προβάλλει το «εγώ» και το ατομικό συμφέρον. Θεωρώ ότι αυτή είναι η υποχρέωσή μας. Λέει ο Παλαμάς: «Χρωστάμε σε όσους ήρθαν, πέρασαν, θα ΄ρθούνε, θα περάσουν. Κριτές θα μας δικάσουν, οι αγέννητοι, οι νεκροί». Ναι, χρωστάμε! Οι παραδόσεις, τα ήθη κι έθιμα, τα μοιρολόγια, οι χαρές, τα τραγούδια και οι μύθοι έρχονται από χιλιάδες χρόνια μακριά. Όπως λέει ο Σεφέρης: «Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας». Η διαπίστωση η δική μου είναι ότι ζει ο καθένας στο μικρόκοσμό του και δεν ζούμε στο «εμείς».

 

Αρκετά σχολεία με πρωτοβουλία δασκάλων μού το ζητούν για να το ανεβάσουν σε κάποια θεατρική τους παράσταση, όμως το υπουργείο δεν εντάσσει το θέατρο στον χώρο της μάθησης και καλό θα ήταν να το έκανε. Αν γινόταν ο «Μορμόλης» μάθημα, θα δημιουργούσε μια εστία νέων παιδιών με καταπληκτικές σκέψεις και δημιουργίες. Είμαστε ένας υπέροχος λαός που στο εξωτερικό διαπρέπουμε. Αν το υπουργείο μπορούσε να εντάσσει την μουσική, την ποίηση και το θέατρο πιο αποτελεσματικά στην εκπαίδευση, θα μεγαλουργούσαμε.

Πιστεύετε ότι πρέπει να λέμε στα παιδιά κλασικά παραμύθια ή ιστορίες όπως ο Μορμόλης;

Πιστεύω ότι περισσότερη σημασία από το τι λέμε έχει το πώς το λέμε. Όλα πρέπει να τα λέμε: τα εγκλήματα, τις κατάρες, τα πάθη και τους επαίνους. Το θέμα είναι με ποιο τρόπο επιλέγουμε να τα πούμε. Γιατί η μετάδοση μιας φωτογραφίας, που είναι η σύλληψη μιας ακίνητης στιγμής, είναι παγίδα γι’ αυτόν που την βλέπει. Η μετάδοση της φωτογραφίας με επεξήγηση, όχι της φωτοσκίασης, αλλά με τον ήλιο επάνω, είναι αυτό που έχει σημασία.

 

«Αν αγαπάς τα παιδιά, αγαπάς και τους Μορμόληδες» λέει η Ξένια Καλογεροπούλου. Πρέπει λοιπόν να τον αναγνωρίζουμε ή να τον αγαπάμε τον Μορμόλη;

Τον Μορμόλη πρέπει να τον γνωρίζουμε και να τον αναγνωρίζουμε. Το «αγαπάμε» είναι μια ικανοποίηση του εαυτού μας. Το «γνωρίζω» σημαίνει προσπάθεια, ανάλυση, κούραση του μυαλού και επιστράτευση γνώσεων, πείρας, ιστορίας για να γνωρίσω τι λέει αυτό, το κουτί.

Ποιο θα λέγατε ότι είναι το πολιτικό μήνυμα του Μορμόλη; Και πώς κατάφερε να περάσει τη λογοκρισία;

Το πολιτικό μήνυμα είναι εξέγερση έως επανάσταση: δώστε ελευθερία στην καινούργια γενιά, για την ίδια τη νέα γενιά. Πέρασε τη λογοκρισία, από τους αγράμματους τραμπούκους της δικτατορίας, γιατί θεωρήθηκε ένα αθώο παιδικό παραμύθι. Όμως μέσα του έκρυβε μια αντιστασιακή κραυγή. Μέσα στην απελπισία του ο λαός αισθάνθηκε μια ανακούφιση μέσω του Μορμόλη, σκέφτηκε: «επιτέλους ακούσαμε και κάτι καλό και σωστό».

 

Είναι σημαντικό στοιχείο η μουσική; Πιστεύετε ότι η μουσική κουβαλάει έντονα πολιτικά ή αντιστασιακά μηνύματα;

Η μουσική σίγουρα βοηθάει, όμως θα πρέπει και οι ίδιοι οι δέκτες να αντιλαμβάνονται τα μηνύματα που προωθούνται μέσω της μουσικής. Στο Mugnog , δε γνωρίζω αν τα στιχουργήματα αυτά ανέβηκαν με μουσική ή απλώς με απαγγελία. Εγώ μετέφρασα τα ποιήματα από τα γερμανικά στα ελληνικά κι ο Γεωργουσόπουλος τα διασκεύασε σε τραγούδια, με μουσική του Σπανού τότε. Το τραγούδι για το  παιδί είναι και ευχάριστο αλλά και μένει πιο εύστοχα στην μνήμη του, ο λόγος που καλύπτεται από μια ευχάριστη μουσική.

 

Είναι σημαντικό στοιχείο η κατάργηση της ψευδαίσθησης της σκηνικής πραγματικότητας;

Πρώτα απ’ όλα θα έλεγα ότι δεν είναι δυνατόν να καταργηθεί η ψευδαίσθηση. Δεν έχω καμία σχέση με την ψυχιατρική ή με την ψυχολογία, αλλά δεν πιστεύω ότι η επιστήμη αυτή μπορεί να δώσει σωστές απαντήσεις διαχρονικά και καθολικά για όλο τον πληθυσμό της γης. Θεωρώ ότι ο καθένας από εμάς είναι ένα σύμπαν ανεξήγητο. Όπως είναι το σύμπαν ή τα σύμπαντα με τα δισεκατομμύρια γαλαξίες και άστρα, το ίδιο είναι τα τρισεκατομμύρια νευρώνες που έχει ο εγκέφαλος του καθενός από μάς τα οποία έχει κληρονομήσει ο homo sapiens από τον καιρό τον πιθήκων και από τους σοφούς της αρχαιότητας μέχρι σήμερα. Αλλά τι είναι η ψευδαίσθηση;  Είναι η ανάγκη μιας εξήγησης του ανεξήγητου, μέσω μιας πίστης,  μια ανάγκη που έχει ο άνθρωπος από παλιά, και παίρνει τη μορφή μιας θρησκείας. Τι είναι οι μύθοι; Οι μύθοι είναι οι ωραιότερες ιστορίες των ψευδαισθήσεων που διηγήθηκε ποτέ ο άνθρωπος  και που ενδεχομένως έρχονται από μια πολύ μακρινή πραγματικότητα. Αυτό δεν θα το εξηγήσει ο άνθρωπος ούτε σε χιλιετίες κατά τη γνώμη μου γι αυτό και η ανάγκη θρησκείας, θεοτήτων και ψευδαισθήσεων που είναι και θεραπευτικές, γαληνευτικές και σωτήριες. Είναι απελπιστικά δύσκολη η ζωή για τους ανθρώπους που έχουν ευαισθησίες κι εξυπνάδα.

 

Είναι σημαντικό στοιχείο η συμμετοχή του κοινού;

Θα έλεγα ναι. Είναι πάρα πολύ σημαντική η επικοινωνία με το κοινό και μακάρι σε κάθε στιγμή και σε κάθε ηλικία, σε κάθε επάγγελμα και σε κάθε ιδεολογία να υπήρχε αυτή η επικοινωνία. Το “πάρε-δώσε” ακόμα κι αν γίνεται με οξύτητα, με αντιπάθειες, με λάθη, ακόμα και με εχθρότητα καμιά φορά, είναι απαραίτητο.

Γιατί το τέλος πραγματοποιείται με συμφιλίωση-σύγκλιση κι όχι happy end? Τι θεωρείτε ότι είναι καλύτερο για τα παιδιά;

Θα έλεγα ότι το “happy end” στα θεάματα, είναι μια απάτη, για ανώριμους νεαρούς ερωτευμένους, για παιδιά που ζουν ακόμα το όνειρο της άγνοιας και της απειρίας, ενώ η συμφιλίωση ή σύγκλιση προϋποθέτει πείρα και κρίση και ακόμα περισσότερο δύναμη αυτοελέγχου και κατάρριψης κάποιων εμμονών, ιδεοληψιών ή καλόπιστων πεποιθήσεων, που όμως ισχύουν μόνο για εμάς γιατί η καταγωγή μας, η πορεία μας, η υλική μας υπόσταση είναι διαφορετική από του γείτονα και δεν μπορούμε να τον καταλάβουμε και δεν μπορεί να μας καταλάβει. Βέβαια δεν ξέρω αν όλα τα παιδιά έχουν την πνευματική αντίληψη για να καταλάβουν “τι μας λέει ο Μορμόλης” κι ότι αυτά που λένε και μας επιβάλλουν οι μεγάλοι δεν είναι και τόσο σωστά. Τα παιδιά όμως παίρνουν τα μηνύματα και υποσυνείδητα τις περισσότερες φορές, τα επεξεργάζονται και πάντα έχουν να ωφεληθούν απ’ αυτά.

 

Πώς προέκυψε η συνεργασία με τον Κουκαλάνι; Γνωρίζατε την Συντεχνία του Γέλιου;

Δεν γνώριζα την Συντεχνία του Γέλιου γιατί, λόγω ηλικίας κι ασθενειών, δεν έχω πια την αντοχή να τρέχω όπως παλιά σε θεατρικές παραστάσεις, σε κονσέρτα, και σε ομιλίες. Όμως, έμαθα ότι είναι ένας άριστος θίασος, που κάνει εξαιρετικές παραστάσεις για παιδιά. Όταν επικοινώνησε μαζί μου ο Κουκαλάνι με ενημέρωσε ότι γνώριζε τον ίδιο τον Χάχφελντ (Hachfeld) , κι ότι ήθελε εκτός από την Αθήνα να ανεβάσει το έργο και στην Γερμανία, στο Βερολίνο και ίσως και σε πόλεις που ζουν πολλοί Έλληνες, όπως είναι το Μόναχο, η Νυρεμβέργη και η Στουτγάρδη. Το έργο λοιπόν έκανε πρεμιέρα στις 25 Νοεμβρίου 2018 μετά από 45 χρόνια και θα παίζεται ακόμα μέχρι το φθινόπωρο του 2020, στο Σύγχρονο Θέατρο, στον Κεραμεικό.

 

Πώς έφερε το έργο ο Κουκαλάνι στο σήμερα, εφόσον το κείμενο έμεινε ανέπαφο;

Θα έλεγα ότι ο Μορμόλης σαν ιδέα (και αυτό είναι επιτυχία του Χάχφελντ που έγραψε το πρωτότυπο) είναι διαχρονικός. Είναι η κριτική σε μια παλιά γενιά, που θεωρεί ότι τα ξέρει όλα και τα επιβάλλει με τρόπο σωματικά ή πνευματικά βίαιο στη νέα γενιά, πράγμα άδικο διότι με την αλλαγή ταχύτητας που υφίσταται η κοινωνία, η νέα γενιά είναι εντελώς άλλη κι απέχει εκατό χρόνια από την προηγούμενη. όμως, η ιδέα αυτή δεν παύει να έχει ισχύ, για κάθε δεδομένη κοινωνική ομάδα από τα παιδικά της μέχρι τα ώριμα χρόνια της, δηλαδή πρέπει να λάβει υπόψη την κριτική αυτών των παιδιών, κι όχι να τα καταπιέζει και να μην τα αφήνει να λειτουργήσουν με τα δικά τους κριτήρια και στις δικές τους συνθήκες. Θεωρώ λοιπόν ότι είναι διαχρονικό και δεν ήταν δύσκολο να ανέβει σήμερα χωρίς καμιά αλλαγή και αυτό είχε επιτυχία στα σημερινά παιδιά.

Πώς σας φάνηκε η ματιά του και ο τρόπος που προσέγγισε το έργο;

Θα έλεγα ότι λειτούργησε άριστα, συνέλαβε το νόημα του έργου και το ελάφρυνε λίγο με κάποια κωμικά στοιχεία, όπως αυτά που έβαλε στις κινήσεις και στον χαρακτήρα του αστυφύλακα  για παράδειγμα ή με το κανόνι, σε όλα αυτά που προκαλούν μια κατάσταση γέλιου και κωμωδίας.

 

Στην τωρινή παράσταση έφερε επίσης κάποια σημερινά μουσικά ακούσματα όπως είναι η ραπ.

Ναι, αυτό δεν υπήρχε στην μουσική του Σπανού, όμως αυτό δεν μπορώ να το κρίνω γιατί εγώ μένω στην κλασική μουσική, στο ρεμπέτικο και στο δημοτικό που δοκιμάστηκαν στον χρόνο και αντέχουν. Η ραπ και όλα όσα είναι παροδικά και είναι διατυπωμένα είτε ποιητικά είτε μουσικά είτε εικαστικά, δεν άγγιξαν καμιά από τις χορδές μου. Συνεπώς νομίζω ότι η μουσική του Σπανού ταίριαξε καλά σε εκείνη την εποχή, στο μέτρο που μπορώ να κρίνω γιατί είμαι εντελώς άμουσος, δεν ξέρω νότες, είμαι μόνο δέκτης.

 

 

 Ποιο είναι το δικό σας μήνυμα στους αναγνώστες του deBòp;

Το δικό μου μήνυμα είναι ότι μόνο με το «εμείς» και μόνο με ασίγαστη προσπάθεια βελτίωσης της αξιακής μας κλίμακας των αρετών, των αντιλήψεών μας, μπορούμε και να βελτιωθούμε και να βελτιώσουμε την κοινωνία μας αλλά και να ικανοποιηθούμε βαθύτατα ότι κάτι κάναμε κι όχι απλώς ότι περάσαμε μια ωραία βραδιά κι ένα ωραίο γλέντι. Η ικανοποίηση της δημιουργίας είναι πολύ βαθιά και δίνει μεγάλη ευτυχία.

 

 

 

Ευτυχία είναι επίσης να μιλάς με έναν άνθρωπο όπως τον Παναγιώτη Σκούφη. Πάνω στη σκηνή της ζωής, ο καθένας μας έχει διαλέξει τον ρόλο του και το πόσο καλά τον υποδύεται στο τέλος της ημέρας μετράει μόνο για τον ίδιο. Σημασία όμως έχει το “πάρε-δώσε” κι αυτό που θα αποκομίσεις από κάθε επαφή και γνωριμία. Έτσι κι ένα θεατρικό έργο σου δίνει κάτι να σκεφτείς κι αν θέλεις στη συνέχεια ίσως και να πράξεις. Ο Μορμόλης είναι ένα θεατρικό έργο που διεισδύει στην παιδική αλλά και στην ενήλικη ψυχή. Τα παιδιά πάντα μας διδάσκουν πολλά και μπορούμε αν θέλουμε να μάθουμε απ’ αυτά καθώς όλα μπορούν να γίνουν «Μορμόλης» στα χέρια των παιδιών!

 

Ο μεγάλος δάσκαλος του διδακτικού θεάτρου, ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, έχει πει: «Το θέατρο πρέπει πρώτα απ’ όλα να διασκεδάζει.» Ο Μορμόλης και διασκεδάζει και διδάσκει. Μικρούς και μεγάλους. Γονείς και παιδιά.  Ο καλύτερος και ασφαλέστερος κριτικός θεάτρου είν’ο χρόνος.

Ένα θεατρικό έργο για παιδιά που ανθοβολεί και είναι νέο επί μισόν αιώνα δεν χρειάζεται σύσταση και έπαινο.

Απολαύστε το, γονείς και παιδιά και κρίνετέ το.

~Παναγιώτης Σκούφης~

 

Σύντομο βιογραφικό του Παναγιώτη Σκούφη εδώ

 

https://www.debop.gr/deBlog/interviews/o-mormolis-tou-panagioti-skoufi-maria-michalinos-article-mormolis-mugnog-rainer-hachfeld-xenia-kalogeropoulou-debop-theatre-avant-garde-