H παιδική φαντασία στην εξουσία

Συντάκτης:
Γρηγόρης Ιωαννίδης

Πιστή στον δρόμο του παιδικού και εφηβικού θεάτρου της συνειδητοποίησης και «χειραφέτησης» που έχει διαβεί τα τελευταία χρόνια με τις δουλειές της, η «Συντεχνία του Γέλιου» και ο καθοδηγητής της Βασίλης Κουκαλάνι καταλήγουν σήμερα εκεί όπου λίγο πολύ… αρχίσαν όλα.

Ο περίφημος «Μορμόλης» του Ράινερ Χάχφελντ υπήρξε ο πιο χαρακτηριστικός αντιπρόσωπος μιας ολόκληρης γενιάς που σχηματοποιήθηκε γύρω από τις διεκδικήσεις του (γερμανικού) Μάη του ’68 και ακολούθησε τις επιταγές του για την ανάρρηση της φαντασίας σε βασικό συστατικό της οργανωμένης ζωής.

Το έργο που καθιέρωσε τον συγγραφέα του αλλά και το γερμανικό θέατρο GRIPS ανάμεσα στις πιο σημαντικές φωνές ανανέωσης του σύγχρονου θεάτρου για ανήλικους θεατές, εντάσσεται δικαιωματικά σε αυτό που θα λέγαμε «πολιτικό θέατρο».

Είναι μια –ακόμη– εκδοχή της παλιάς εκείνης απόπειρας ένταξης του θεάτρου στη διαδικασία διαφωτισμού και ενεργοποίησης, μόνο που αυτή τη φορά το μάθημα ξεκινάει από τα παιδιά και κατευθύνεται στους κηδεμόνες τους.

Αυτό βέβαια δημιουργεί ένα σοβαρό ζήτημα για τον «Μορμόλη», όχι σχετικά με την ίδια του την αξία, που παραμένει αδιαμφισβήτητη αν κρίνω από την επιτυχία της στο Σύγχρονο Θέατρο. Το ερώτημα που αφορά εν γένει τους πολιτικούς συγγραφείς –με τον Μπρεχτ κεντρικό ανάμεσά τους– είναι ποιος τελικά δικαιούται να ανεβάσει ένα έργο σαν τον «Μορμόλη».

Γιατί, όπως συμβαίνει πάντα με τις μεγάλες θεατρικές επιτυχίες (και σε αυτές εμπίπτει η «Μάνα Κουράγιο» αλλά και ο «Μορμόλης»), φέρουν σύμφυτα με το καθαυτό μήνυμά τους φόρμα και ιδεολογία, χωρίς τα οποία ο όποιος Μορμόλης απομένει αληθινά άδειο κουτί. Για να αντιληφθούμε το αληθινό μήνυμά του χρειάζεται κάτι πολύ περισσότερο από πρόθεση.

Πρέπει ο θίασος και ο σκηνοθέτης (όπως εδώ) να ανήκουν στον χώρο της γενικότερης ιδεολογικής διερεύνησης – και να έχουν διανύσει μια πορεία που εγγυάται πως γι’ αυτούς ένα «άδειο κουτί» μπορεί να βαραίνει και να λάμπει περισσότερο από μπιχλιμπίδια του παιδικού θεάτρου, κεκοσμημένα και φθαρμένα από τη χρήση.

Αυτό συμβαίνει εδώ. Στο Σύγχρονο Θέατρο βλέπουμε τον «Μορμόλη» 45 χρόνια μετά το ιστορικό ανέβασμα της Ξένιας Καλογεροπούλου, μια πρεμιέρα που συνέπεσε τότε με τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και διόλου τυχαία ερμηνεύτηκε από το προοδευτικό κοινό σαν αναπόσπαστο μέρος τους και σκηνική τους προέκταση – παρόμοια με ό,τι έγινε και με το «Μεγάλο μας Τσίρκο»… Από τότε ο «Μορμόλης» έχει εμφανισθεί ξανά στην ελληνική σκηνή – παιγμένος αν δεν κάνω λάθος σαν «Τρελόκουτο».

Στο Σύγχρονο Θέατρο, όμως, στη μετάφραση του Παναγιώτη Σκούφη και με τη σκηνοθετική καθοδήγηση των Γιώργου Παλούμπη και Βασίλη Κουκαλάνι, φέρει την αίσθηση γνησιότητας και ταυτότητας – τη σφραγίδα μιας γενικότερης κίνησης που γνωρίζουμε πως θα εκδηλωνόταν σε συνθήκες και καιρούς αγριότερους από τους σημερινούς.

Φέρει με δυο λόγια κάποιο μήνυμα. Κατ’ αρχάς –και προφανώς– για την έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ παιδιών και μεγάλων, έλλειψη από την οποία βγαίνουν χαμένοι εκατέρωθεν. Στο έργο του Χάχφελντ δύο παιδιά αποκτούν κάποιον φανταστικό φίλο, ένα «απλό κουτί», με το οποίο παίζουν και διασκεδάζουν.

Κι ωστόσο με το αθώο αυτό τίποτα η φαντασία τους αρχίζει να επεμβαίνει στο παιχνίδι των μεγάλων και αποκτά εκεί απίθανες δυνατότητες. Η αληθινή πλάκα ξεκινάει όταν η μικρή και σκανταλιάρικη έμπνευση των παιδιών φτάνει να διασαλεύσει εκ θεμελίων την κοινωνική και πολιτική τάξη των ενηλίκων, μέχρι του σημείου να ξεγυμνωθεί η αδυναμία και η υποκρισία της.

Είναι η φωνή του Μορμόλη μια φωνή «από τα κάτω» που αντιστέκεται στις νόρμες και στους κανονισμούς, σε κανόνες που συχνά δεν έχουν λογική άλλη πέρα από την καθαρή επίδειξη αυταρχισμού ή την εμπέδωση της εξουσίας; Το κουτί αυτό έχει τη δυνατότητα να αντιστέκεται και να προτάσσει απέναντι στους νόμους τη θέληση και τη φαντασία. Ενα πολύ χαριτωμένο παιδικό έργο, όσο το εκλαμβάνουμε βέβαια σαν «παιδικό».

Γιατί, αν αρχίσουμε να παίρνουμε στα σοβαρά το μήνυμά του, θα μας πάει πολύ παραπέρα. Γεγονός είναι πως ο Μορμόλης δεν έρχεται μόνο να επιβάλει την παιδική φαντασία στην εξουσία, αλλά και την κριτική της ήδη υπάρχουσας, «φαντασιακής» θέσπισής της.

Γιατί, ουσιαστικά, τι άλλο αποδεικνύει το αθώο αυτό παιχνίδι των παιδιών παρά πως ολόκληρη η εξουσία βασίζεται σε ένα παρόμοιο άδειο, όσο και παντοδύναμο, «κουτί» – παντοδύναμο ίσως ακριβώς γιατί είναι άδειο. Αντικαταστήστε για μια στιγμή το Κουτί του Χάχφελντ με το Κιβώτιο ας πούμε, του Αλεξάνδρου ή τον Πύργο του Κάφκα, και δείτε πού φτάσαμε.

Αλλά το σοβαρέψαμε πολύ νομίζω, άθελά μας… Εδώ, στον Κεραμεικό, τα παιδιά ενθουσιάζονται με το βασικό μήνυμα του έργου, πριν αυτό αποκτήσει το βάρος του ενοχικού κόσμου μας. Ενθουσιάζονται επειδή κάποιος νοιάζεται να ακούσει τη φωνή τους. Και –τι παράξενο!– στοχεύει να πάρει στα σοβαρά τη φαντασία, τη σκανταλιά και τις αταξίες τους!

Ο δικός τους κόσμος, ο μικρός, μπορεί λοιπόν να αλλάξει τον μεγάλο. Και να δείξει πως όταν δούμε τα πράγματα με το δικό τους βλέμμα, η ελευθερία δεν κλείνεται σε κάποιο κουτί, αλλά διαχέεται σε όσους λογαριάζουν το κάθε παιχνίδι σαν σημαντικότερο από τη συσκευασία του.

Ακολουθώντας τα προτάγματα του πολιτικού θεάτρου τής τότε και τώρα πρωτοπορίας, η διανομή της παράστασης εμφανίζεται ως οφείλει συλλογικά στο πρόγραμμα. Η Βασιλική Διαλυνά, η Βάσια Λακουμέντα, ο Φώτης Λαζάρου, ο Θέμος Σκανδάμης, ο Αντώνης Τσιοτσιόπουλος και ο Αντώνης Χρήστου ακουμπούν από κοινού το σκηνικό επιχείρημα του ομαδικού παιξίματος.

Κι όσο για την ερμηνευτική τους προσέγγιση, θυμίζω απλώς τη ρήση του ίδιου του Μπρεχτ: η θεωρία του επικού θεάτρου θα ήταν άχρηστη όταν το θέατρο κατακτούσε την ιδιοσυγκρασία και στάση των παιδιών απέναντι στο θέατρο. Αληθινή διασκέδαση, λοιπόν, και βιωματική διδαχή. Οι ηθοποιοί του Μορμόλη γίνονται αφηγητές του εαυτού τους και ταυτόχρονα εκφραστές της συλλογικής (έστω, ανήλικης προς το παρόν) πεποίθησης πως μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο. Και μάλιστα, τραγουδώντας.

Στην παράσταση ακούγονται τα θρυλικά τραγούδια του Γιάννη Σπανού σε διασκευή του Κώστα Νικολόπουλου. Και πώς αλλιώς να γίνει, αφού θα είναι πια η δεύτερη ή και τρίτη γενιά που μεγαλώνουν με τις μελωδίες τους… Τα σκηνικά και κοστούμια των Αριστοτέλη Καρανάνου και της Αλεξάνδρας Σιάφκου περνάνε, μου φαίνεται, το πιο αυστηρό τεστ: στο τέλος της παράστασης διαπίστωσα ιδίοις όμμασι ενθουσιασμένους θεατές να ανεβαίνουν στη σκηνή για να πιάσουν (ή για να φάνε) τα σκηνικά της.

Το «κουτί» της όμως, τον Μορμόλη, δεν χρειάζεται να το ανοίξουν. Ξέρουν ήδη καλά πως είναι άδειο.

 

http://www.efsyn.gr/arthro/h-paidiki-fantasia-stin-exoysia