«Να κάνουμε θέατρο για ανθρώπους, όχι για παιδιά»

Με δύο παραστάσεις της ομάδας του «Συντεχνία του Γέλιου» συμμετέχει τον Ιούνιο σε διεθνές φεστιβάλ θεάτρου στο Βερολίνο, ενώ ο ίδιος σκηνοθετεί το έργο του βερολινέζικου θεάτρου Grips, που φέτος γιορτάζει τα 50 χρόνια του, «Το κενό στο φράχτη». Γι’ αυτήν την εμπειρία μάς μιλάει και για το θέατρο που αγαπάει, συνδεδεμένο πάντα με τους νέους και την κοινωνία.

Το Grips Theater, ένα από τα ιστορικότερα και σημαντικότερα θέατρα του Βερολίνου, γιορτάζει φέτος τα 50 του χρόνια εντάσσοντας στο ρεπερτόριό του την ελληνική ομάδα νεανικού θεάτρου «Συντεχνία του Γέλιου» με δυο παραστάσεις για παιδιά και νέους: ο ανατρεπτικός «Μορμόλης» (σε σκηνοθεσία Γιώργου Παλούμπη και Βασίλη Κουκαλάνι) και η παράσταση «Πιο δυνατός κι από τον Σούπερμαν» (σε σκηνοθεσία Βασίλη Κουκαλάνι και Αντώνη Ρέλλα), μια τρυφερή κωμωδία με πρωταγωνιστή τον ανάπηρο προ-έφηβο Αρη που πραγματεύεται την κοινωνική ανάγνωση του θέματος της αναπηρίας.

Τα δύο έργα παρουσιάζονται από το Grips σε ταυτόχρονη διερμηνεία στα γερμανικά, στο πλαίσιο τού «On the Child‘s Side», ενός διεθνούς φεστιβάλ που συμμετέχουν παραστάσεις από την Ινδία, τη Νότια Κορέα, την Αίγυπτο, τη Γαλλία και την Ουγκάντα. «Ο Μορμόλης» θα παρουσιαστεί στις 8 Ιουνίου στο αμφιθέατρο της Ακαδημίας των Τεχνών του Βερολίνου και το «Πιο δυνατός κι από τον Σούπερμαν» στις 14 Ιουνίου στο Grips Podewil.

«Πιο δυνατός κι από τον Σούπερμαν» (σε σκηνοθεσία Βασίλη Κουκαλάνι και Αντώνη Ρέλλα)

Είναι η δεύτερη φορά που η ομάδα «Συντεχνία του Γέλιου» ταξιδεύει για να παρουσιαστεί στο Grips, μετά το 2014 και την παράσταση «Μια γιορτή στου Νουριάν». Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως τα θέματα με τα οποία έχει καταπιαστεί ώς τώρα η «Συντεχνία» έχουν αφήσει ηχηρό αποτύπωμα στον κόσμο της εκπαίδευσης αλλά στον δημόσιο πολιτικό διάλογο. Το «Μια γιορτή στου Νουριάν» παίχτηκε τέσσερις συνεχόμενες χρονιές υπό την αιγίδα της UNHCR.

Παρουσιάστηκε στις Φυλακές Κορυδαλλού. Απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Θεάτρου της Κύπρου, την οποία εκπροσώπησε στην ανάληψη της προεδρίας της Ε.Ε. στο Στρασβούργο με εφτά παραστάσεις στη Βιβλιοθήκη του Ευρωκοινοβουλίου. Ακολούθησαν το «Τζέλα, Λέλα, Κόρνας και ο Κλεομένης», έργο που πραγματεύεται το αναφαίρετο δικαίωμα των παιδιών στο παιχνίδι και την αλληλεγγύη μεταξύ τους, το «Είστε και φαίνεστε», διερευνώντας τα αίτια και τις συγκυρίες που γεννούν τη σχολική κακοποίηση και εκφοβισμό, το «Βάσος και Βιβή».

Ο Βασίλης Κουκαλάνι παραμένει και για ακόμα ένα λόγο στο Βερολίνο, αφού σκηνοθετεί την επετειακή παράσταση για τα 50 χρόνια του θεάτρου Grips, «Το κενό στο φράχτη», που κάνει πρεμιέρα στις 6 Ιουνίου και θα παίζεται εκεί για τα επόμενα τρία χρόνια. Το έργο θα παιχτεί και στην Αθήνα (1, 2 Νοεμβρίου) με ταυτόχρονη διερμηνεία στα ελληνικά, στο Σύγχρονο Θέατρο.

Ο Ελληνο-Ιρανός σκηνοθέτης μάς μιλάει γι’ αυτή την εμπειρία του, τη σχέση της ομάδας του με το θέατρο Grips, για το θέατρο που αγαπάει και ονειρεύεται, συνδεδεμένο πάντα με τους νέους και με ουσιαστική επίδραση στις ανάγκες της σύγχρονης κοινωνίας.

«“Το κενό στο φράχτη” στηρίζεται στην ιστορία τού “Τζέλα, Λέλα, Κόρνας” και την εμπειρία που είχαμε με αυτό το έργο στην Αθήνα», μας λέει. «Σ’ ένα Βερολίνο που γίνεται όλο και πιο ταξικό, που εξευγενίζεται πολεοδομικά με ιλιγγιώδεις ρυθμούς -ο πληθυσμός που παραδοσιακά έδινε τον παλμό και τον χαρακτήρα της πόλης παραγκωνίζεται πια στα περίχωρα ή και στην τοπική μετανάστευση-, η διεκδίκηση χώρων και ελευθερίας για παιχνίδι και περιπέτεια έρχεται ξανά στο προσκήνιο. Η ανησυχία εστιάζεται κυρίως στο ότι έχει χαθεί για τα παιδιά το αυθόρμητο παιχνίδι στην πόλη, στη γειτονιά.

Δεν υπάρχει πια η έννοια των παιδιών ως μια κοινωνική τάξη ηχηρή και αντιληπτή στη ζωή μιας πόλης. Αυτό το έργο αναδεικνύει κάτι που αγγίζει βαθιά το κοινό, κάτι πολύ ουσιαστικό αλλά και εξαιρετικά χρήσιμο: το συλλογικό ξεπέρασμα του φόβου, την αχαλίνωτη ρήξη με τις συμβάσεις και τα στερεότυπα των μεγάλων, το μεγάλο άλμα στην αντεπίθεση με χιούμορ και φαντασία. Αυτό που δημιουργεί σε μικρούς και μεγάλους εκείνη την άγρια, σχεδόν “παράνομη” χαρά και ευχαρίστηση όταν βλέπουν ως θεατές τους χαρακτήρες του έργου να ονειρεύονται μια άλλη πραγματικότητα και να την τολμούν.

Μια πραγματικότητα που οι μεγάλοι έχουμε ξεχάσει ή νομίζουμε πως δεν μπορούμε να απολαμβάνουμε, μια πραγματικότητα που δεν είναι μάθημα στο σχολείο. Το σπάσιμο του γυάλινου τοίχου και το πέρασμα στην άλλη πλευρά, όπου η κατάληψη ή ενεργοποίηση ενός άδειου σπιτιού ή δημόσιου χώρου, όχι μόνο δεν είναι πράξη παράνομη, κατακριτέα, επικίνδυνη, τιμωρητική, αλλά είναι δικαίωμα κόντρα σ’ έναν αγκυλωμένο παραλογισμό. Τον παραλογισμό που υποδεικνύει “καλύτερα στο σπίτι”, εκεί που η επαφή με τους άλλους δεν λερώνει, δεν προβληματίζει, δεν απαιτεί, εκεί που τα προβλήματα είναι πίσω απ’ το γυαλί –ή τέλος πάντων φτάνουν σ’ εμάς μέσα από αυτό.

Εναν παραλογισμό που λέει “κλειστείτε μέσα” ή σε οργανωμένους και επί πληρωμή χώρους διασκέδασης, σε προγραμματισμένες δραστηριότητες που δεν αμφισβητούν, δεν διασαλεύουν. Αυτό που ουσιαστικά θέλαμε στο Grips, όπως το λένε και οι ίδιοι, είναι ένα κομμάτι ελληνικού κοινωνικού ταμπεραμέντου στη σκηνή».

• Η «Συντεχνία του Γέλιου» γεννήθηκε καταμεσής της ελληνικής κρίσης. Πόσο επηρέασε τον χαρακτήρα της ομάδας αυτή η συνθήκη;

Ηρθα στην Ελλάδα μια εποχή μεγάλης αναστάτωσης, ειδικά στην Αθήνα. Ενα χρόνο πριν είχε ανακοινωθεί η οικονομική κρίση, είχε προηγηθεί ένας δύσκολος χειμώνας, ο συλλογικός φόβος και η κατάθλιψη, η επιθετικότητα και η δυσπιστία εναλλάσσονταν στον καθημερινό παλμό της Αθήνας. Ομως την ίδια άνοιξη εκδηλώνονταν και αυθόρμητα κινήματα διαμαρτυρίας που κορυφώθηκαν με την πολύμηνη κατάληψη της πλατείας Συντάγματος. Μέσα απ’ αυτήν τη ρουτίνα δακρυγόνων και τις βροχές των κλομπ ξεκίνησαν κάποιες συζητήσεις ανάμεσα στους καλλιτέχνες: Πώς παίρνουμε θέση, ποιος είναι ο ρόλος μας;

Οι τέχνες, στην περίπτωσή μας οι παραστατικές, έμοιαζε να αναζητούν τον δύσκολο ρόλο της σύγκρουσης, της αντίστασης, μιας κοινωνικής υπεράσπισης που διεκδικεί και εφαρμόζει νέες δυναμικές έκφρασης. Αυτό με οδήγησε πίσω, σ’ έναν τρόπο που γνώριζα από την παιδική ηλικία: αυτόν του θεάτρου Grips.

«Μορμόλης» (σε σκηνοθεσία Γιώργου Παλούμπη και Βασίλη Κουκαλάνι)

Ενα θέατρο με κοινωνικό όραμα και προοπτική αλλαγής. Με ιστορίες που προκαλούν και γελοιοποιούν τους «ισχυρούς», που πάνω απ’ όλα εμψυχώνει και χειραφετεί. Θέατρο για ανθρώπους, όχι για παιδιά. Προβλήματα, όχι παραμύθια. Προτάσεις λύσεων, ρεαλιστικές κι όχι διά μαγείας. Και όλα στο καζάνι της κοινωνίας, όχι σε πριγκιπικούς πύργους. Αυτό ήθελα να κάνω, αυτή την ανάγκη είχα. Να γίνω χρήσιμος και μάλιστα επειγόντως.

• Κι αμέσως επιδιώξατε συνεργασία με το ιστορικό βερολινέζικο θέατρο Grips. Πώς κερδίσατε τη στήριξή του, κυρίως του συγγραφέα και ιδρυτή του Φόλκερ Λούντβιχ, από τον πρώτο κιόλας χρόνο της δουλειάς σας στην Αθήνα; 


Τη φύση της συνεργασίας μας με το Grips τη χαρακτηρίζει μια ιστορία: στις 30 Νοεμβρίου 1973, μόλις 10 ημέρες μετά την εξέγερση των φοιτητών στο Πολυτεχνείο, έγινε η πρεμιέρα ενός προκλητικού, αντι-αυταρχικού έργου που με κάποιον τρόπο είχε ξεφύγει από τη λογοκρισία του καταπιεστικού καθεστώτος των συνταγματαρχών. Ο «Μορμόλης», όπως ονομάστηκε στα ελληνικά, έγινε ξαφνικά μια εστία αντίστασης που ανέτρεψε τη στρατιωτική δικτατορία πέντε μήνες αργότερα.

Ξαφνικά το «Mugnog-Kinder» του Ράινερ Χάχφελντ δεν ήταν απλώς ένα παιχνίδι για τα παιδιά, αλλά ένα πολιτικό και επαναστατικό γεγονός. Το έργο είχε βρει το ακροατήριό του, τους συμμάχους του αλλά και τους εχθρούς του. Η ιστορία του Mugnog είχε χτυπήσει εκεί όπου ήταν περισσότερο απαραίτητη. Οταν το καλοκαίρι του 2011 επισκέφτηκα τον Φόλκερ Λούντβιχ στο Θέατρο Grips, ήμουν πεπεισμένος ότι αντιπροσώπευα ακόμα μία φορά ένα επαναστατικό μέτωπο από την Ελλάδα.

Ηρθα με τόση ορμή και εμπύρετο ενθουσιασμό στο Βερολίνο για να βρω αυθεντικούς συμμάχους μας, που μέχρι το τέλος της επίσκεψής μου είχα σχεδόν πείσει τον Φόλκερ και το σύνολο του Grips: «Πάω πίσω στην Ελλάδα για να κάνουμε με το έργο σας μια επανάσταση». Το έργο που το 1973 λεγόταν «Μια γιορτή στου Παπαδάκη» θα γινόταν το «Μια γιορτή στου Νουριάν».

• Παράσταση που πρωτοπαρουσιάστηκε τον Οκτώβριο του 2011 και όχι μόνο αγαπήθηκε από το κοινό αλλά αναγνωρίστηκε και ως ένα νέο είδος στον χώρο του νεανικού θεάτρου στην Ελλάδα, ως συμμετοχή στον δημόσιο διάλογο για τον ρατσισμό και τις προκαταλήψεις ενάντια σε πρόσφυγες και μετανάστες.

Πιστεύω πως αυτή η παράσταση έγινε συνώνυμο του αντιρατσισμού στη χώρα μας. Ο Νουριάν έπαιξε στο θέατρο Grips τον Σεπτέμβριο του 2014 με την αρχική ομάδα των πρώτων παραστάσεών μας: Πολυξένη Ακλίδη, Ηρώ Μπέζου, Γιώργος Δάμπασης, Βασίλης Κουκαλάνι, Πέτρος Σπυρόπουλος και Μιχάλης Τιτόπουλος.

Η Συντεχνία του Γέλιου και η εμπειρία του αντιαυταρχικού, χειραφετικού θεάτρου για παιδιά και νέους στην Ελλάδα, κυρίως με το «Μια γιορτή στου Νουριάν», έχει αναγνωριστεί από το Grips ως κινητήρια δύναμη, πηγή έμπνευσης στην εξέλιξη του ίδιου του θεάτρου Grips τα τελευταία χρόνια.

Πιστεύω ότι ο λόγος για τον οποίο το Grips επιδιώκει συνεργασία μαζί μας είναι γιατί έχει αποδειχτεί πως η ομάδα μας είναι η πιο ολοκληρωμένη εκπροσώπηση του τρόπου και των ιδεών του θεάτρου τους. Γι’ αυτό μας χάρισε τα δικαιώματα του «Νουριάν» τα πρώτα τρία χρόνια. Ο Λούντβιχ συχνά ταξίδευε με προσωπικό κόστος στις πρεμιέρες μας –δεν βρίσκαμε οικονομική υποστήριξη ακόμα και από γερμανικούς φορείς στην Ελλάδα.

Η πρώτη επίσημη συνεργασία και οικονομική επένδυση ήρθε από την πλευρά του Grips με τη χρηματοδότηση θεατροπαιδαγωγικής έρευνας και ανταλλαγής θεατροπαιδαγωγών (Κατερίνα Αδαμάρα, Γιόλικα Πουλοπούλου) με θέμα το δικαίωμα των παιδιών στο παιχνίδι σε ελεύθερους δημόσιους χώρους στην πόλη. Επίσης οι μετακλήσεις των παραστάσεών μας στο Βερολίνο τώρα με τον «Μορμόλη» και το «Πιο δυνατός κι από τον Σούπερμαν», παράσταση στην οποία συνεργάστηκα άριστα με την Κίνηση Ανάπηρων Καλλιτεχνών και τον φίλο μου Αντώνη Ρέλλα, αλλά και η προσεχής μετάκληση του «Φράχτη» στην Αθήνα. Ολα είναι πρωτοβουλίες του Grips και χρηματοδοτούνται από το Βερολίνο.

• Μοιάζει διαδικασία… ανάποδη η βοήθεια της ομάδας σας από το εξωτερικό, αν σκεφτούμε πως η «Συντεχνία του Γέλιου» δεν είχε καμιά επιχορήγηση ή άλλη θεσμική υποστήριξη στην Ελλάδα παρά την ενδιαφέρουσα δράση της, παρά τα κοινωνικά ευαίσθητα θέματα του ρεπερτορίου της…

Ξέρουμε πως οι θεσμικές χρηματοδοτήσεις είχαν σταματήσει για το ελεύθερο ελληνικό θέατρο από το 2012 μέχρι πριν από ένα χρόνο. Αυτό που στην προκειμένη περίπτωση εμπεριέχει ίσως μια αντίφαση είναι το γεγονός ότι δεν υπάρχουν χρηματοδοτήσεις για το θέατρο για παιδιά και νέους καθώς θεωρείται, με κοινή αποδοχή της θεατρικής σκηνής στην Αθήνα, ως κάτι εμπορικό και ιδιαίτερα ανταγωνιστικό.

Δεν μπορεί δηλαδή να αναγνωριστεί ως μια καλλιτεχνική αξία ή ακόμα και ως παιδαγωγική λειτουργία, είναι προϊόν που πρέπει να ανταγωνίζεται άλλα προϊόντα με όρους της αγοράς. Κι έτσι αναγκάζεται να προσπαθεί μονίμως να επιβιώσει μέσω μεγάλων διαφημιστικών και θεαματικών εκστρατειών και ακόμα, κατά περίπτωση, να δημιουργεί πελατειακές σχέσεις με το κοινό του, που στην προκειμένη περίπτωση είναι γονείς και δάσκαλοι.

Ο πραγματικός διάλογος με τα παιδιά ή με την εκπαιδευτική κοινότητα μένει δυστυχώς σ’ ένα επιφανειακό επίπεδο. Τελευταία υπάρχει μια μέριμνα από την πλευρά του υπουργείου Πολιτισμού να επενδύσει στο παιδικό και νεανικό θέατρο, να βρει λύσεις που θα δίνουν μια μεγαλύτερη ανεξαρτησία στα σχήματα να επιλέγουν τις θεματικές τους και να μπορούν ευκολότερα να δημιουργούν διάλογο και χώρο με τους μαθητές και τα παιδιά.

Φοβάμαι ότι μέχρι το θέατρο για παιδιά και νέους ν’ αρχίσει να υπολογίζεται ως απαραίτητος καλλιτεχνικός θεσμός για την προαγωγή της συλλογικής πνευματικής καλλιέργειας και την ενίσχυση της κοινωνικοπολιτικής συνείδησης όλων, θα κυριαρχούν στο κατεστημένο του παιδικού θεάτρου τα γνωστά ηθικοπλαστικά, «χριστουγεννιάτικης υφής» και εύκολου συναισθηματισμού παραμύθια, ένα θέατρο δηλαδή που θυμίζει 19ο αιώνα.

• Θα συνεχίσετε τη δουλειά σας στο θέατρο πάνω σ’ αυτό το είδος;

Νομίζω πως θέλω να συνεχίσω να επενδύω και να ωριμάζω σ’ αυτό το είδος χειραφετικής, μπρεχτικής και λαϊκής κωμωδίας για παιδιά και νέους. Είναι πολλά τα θέματα και τα προβλήματα στις ζωές μας που προσφέρονται για να ξεμπροστιάσουν τα παιδιά. Σίγουρα αρχίζει και με ενδιαφέρει και το λεγόμενο εφηβικό θέατρο, κυρίως το κοινό του, αλλά χρειάζονται προϋποθέσεις συνθηκών ασφάλειας και σοβαρής μέριμνας.

Με τον Φόλκερ γράφουμε τα τελευταία χρόνια ένα μιούζικαλ που όμως μεγαλώνει συνεχώς σε κείμενο, χαρακτήρες και σε απαιτήσεις, οπότε προς το παρόν, όσο αυτό εξελίσσεται μοιάζει και να απομακρύνεται από την πιθανότητα να παρουσιαστεί σε αθηναϊκή σκηνή. Η αλήθεια είναι ότι δεν φανταζόμουν πως τα έργα του Grips, και κυρίως του Φόλκερ Λούντβιχ, θα μπορούσαν να είναι τόσο «ελληνικά», να έχουν δηλαδή μια τόσο γνήσια ανταπόκριση στο ταμπεραμέντο και τη νοοτροπία του Ελληνα. Νομίζω πως αυτό συμβαίνει γιατί συγκινούν με τον γνήσιο διεθνιστικό ανθρωπισμό τους.

• Φαντάζομαι πως σας καταθλίβει η σύγκριση Ελλάδας – Γερμανίας και ό,τι αφορά την κρατική υποστήριξη στις τέχνες.

Ναι, είναι περιττό να σχολιάσω το πώς γίνεται θέατρο στη Γερμανία ή να επιχειρήσω κάποια σύγκριση. Η φροντίδα του γερμανικού κράτους στις τέχνες δείχνει την απόλυτη οικονομική υπεροχή της χώρας έναντι σχεδόν όλων των ευρωπαϊκών χωρών. Το Grips είναι ένα θέατρο για παιδιά και νέους που επιχορηγείται με 3,2 εκατ. τον χρόνο! Δεν το αναφέρω για λόγους εντυπωσιασμού ή ως παράδειγμα προς μίμηση, όσο για να φανεί ο παραλογισμός των αντιφάσεων στην ωραία και κραταιά μας Ευρώπη. Η «Συντεχνία του Γέλιου» είναι μόνο στην αρχή.

Είναι σημαντικό να δημιουργηθεί μια πολυφωνία καλλιτεχνών αλλά και ιδεολογικών πρωτοβουλιών, μια ζύμωση που θα παράγει και θα προάγει κοινωνική και συμμετοχική στάση απέναντι στο θέατρο. Αυτή η αφιλτράριστη και αυθόρμητη στάση χαρακτηρίζει ειδικά το παιδικό αλλά και νεανικό κοινό. Θυμάμαι την ατάκα του Μπιλ Μάρεϊ στην ταινία «Toύτσι»: «Το πραγματικό κοινό είναι αυτό που μπαίνει στο θέατρο για να σωθεί απ’ τη βροχή. Είναι το πιο ενεργό και ζωντανό κοινό μέχρι να στεγνώσει». Ετσι σταθμίζεις το νόημα αυτού που έχεις δημιουργήσει: με το ανοιχτό κοινό, με τους αμύητους, τους χωρίς προκατάληψη θεατές.

https://www.efsyn.gr/tehnes/theatro/196986_na-kanoyme-theatro-gia-anthropoys-ohi-gia-paidia