Μια Γιορτή στου Νουριάν | Κριτική

«Παιδιά της ίδιας Γης, μιας μάνας η ελπίδα.
Άλλοι νερό πηγής κι άλλοι χωρίς πατρίδα,
άλλοι φτωχοί και νηστικοί, άλλοι ψέμα κι άλλοι αλήθεια,
άλλοι μαύροι, άλλοι λευκοί, όλα ίδια, όμως, τα παραμύθια…»

Στις αρχές της δεκαετίας του ΄70 το θέατρο «Grips», του Βερολίνου, παρουσίασε το έργο του Φόλκερ Λούντβιχ «Μια γιορτή στου Παπαδάκη» («Ein Fest bei Papadakis»).

Το έργο έχει ως θέμα την αντιπαράθεση της γερμανικής οικογένειας Müller με Έλληνες οικονομικούς μετανάστες (τους λεγόμενους γκασταρμπάιτερ) και μιας μικρής Τουρκάλας σε ένα βερολινέζικο κάμπινγ. Από τότε έχει μεταφραστεί και διασκευαστεί σε πολλές γλώσσες και έχει παιχτεί σε πολλά θέατρα παγκοσμίως.
Ο σκηνοθέτης και ηθοποιός Βασίλης Κουκαλάνι, το 2011 ίδρυσε την Ομάδα Νεανικού Θεάτρου «Συντεχνία του Γέλιου» προτείνοντας και καθιερώνοντας ριζοσπαστικές παραστάσεις, προσεγγίζοντας, περισσότερο, θέματα κοινωνικής και λαϊκής χειραφέτησης, δοσμένα με τέτοιον τρόπο ώστε να είναι απόλυτα αντιληπτά στο παιδικό και νεανικό κοινό.

Το 2014 διασκεύασε το «Μια γιορτή στου Παπαδάκη», αλλάζοντας τα ονόματα και τον τόπο καταγωγής των μεταναστών, βαφτίζοντας το «Μια γιορτή στου Νουριάν».
Αυτό που δεν άλλαξε είναι το πως αντιδρούν οι άνθρωποι σε οτιδήποτε δε γνωρίζουν. Πως η ανέχεια και η δυσπιστία κάνουν τους ανθρώπους ξενοφοβικούς και ακόμα πιο πολύ πως η οικονομική κρίση των τελευταίων δεκαετιών έχει στρέψει τον ένα απέναντι στον άλλον. Πόσα πράγματα, στα αλήθεια, έχουμε να χωρίσουμε μεταξύ μας; Υπάρχουν εκλεκτοί και λιγότεροι σημαντικοί άνθρωποι; Σε τι διαφέρει ένας Έλληνας εργαζόμενος πατέρας από έναν Ιρανό, Πακιστανό, λευκό, μαύρο… από οποιoνδήποτε που αγωνίζεται; Τι κι αν ένα παιδί λέγεται Γιάννης, Αμπίρα, Δώρα ή Πιρούζ;

«Παιδιά της ίδιας Γης
άγρια θεριά και ήμερα
Φωνάξτε όλοι δυνατά:
Δε θα μας βρούνε χωριστά».

Την πρώτη φορά που είδα το συγκεκριμένο έργο εντυπωσιάστηκα με το πως μπορούμε να μιλήσουμε στα παιδιά για έννοιες όπως ρατσισμός, βία, προκατάληψη, οικονομικός μετανάστης, παιδική εκμετάλλευση, πρόσφυγας… ξένος. Βλέποντάς το, ξανά, σήμερα, στη γενική πρόβα του έργου, δύο ημέρες πριν την επίσημη πρεμιέρα, την Κυριακή στις 10 Οκτωβρίου, στο Σύχρονο Θέατρο, και μιλώντας με τον σκηνοθέτη Βασίλη Κουκαλάνι, διαπίστωσα πόσο επίκαιρο είναι το έργο και πόσο ανάγκη είναι: τα παιδιά, ειδικά μετά τα οδυνηρά πρόσφατα γεγονότα φασιστικών ενεργειών στον χώρο της εκπαίδευσης, να έρθουν σε επαφή με το κείμενο του Φόλκερ Λούντβιχ. Πως είναι ευθύνη μας να εξηγήσουμε στα παιδιά, χωρίς διδακτισμό και αυτοαναφορικότητα, πως οι άνθρωποι που αναγκάζονται να φύγουν από την χώρα τους, για να ζητήσουν εργασία και ασφάλεια σε μια άλλη χώρα, δεν είναι εχθροί μας. Πως αν κάτι έχουμε να χωρίσουμε με κάποιους, αυτοί δεν είναι σίγουρα οι πρόσφυγες αλλά εκείνοι που τους δημιουργούν. Πως καμιά φορά και οι μεγάλοι κάνουν λάθος, και αρκεί μια μπάλα και μια κιθάρα για να διώξουμε τον φόβο.

Το σημαντικότερο με την συγκεκριμένη παράσταση -που, βέβαια, αποτελεί δραματουργικό πυρήνα όλων των παραστάσεων που ανεβαίνουν από την «Συντεχνία του Γέλιου»- είναι ότι αντιμετωπίζει τους θεατές της με σεβασμό, χωρίς να «παιδιαρίζει» ή να προσπαθεί να τους χειραγωγήσει. Αντιθέτως, επιμένει να υπηρετεί ένα σκεπτόμενο θέατρο, από-αστικοποιώντας το πως αντιμετωπίζονται οι λιλιπούτιοι θεατές. Αυτό δε σημαίνει πως κάνει «μεγαλίστικες» παραστάσεις. Κάθε άλλο, ο αυθορμητισμός, οι φάρσες, ο έντονος ρυθμός δε λείπουν -και φυσικά, ούτε το γέλιο. Σε σωστές δόσεις, μιλάει ξεκάθαρα τη γλώσσα των παιδιών. Με παραδείγματα, από τη δική τους πραγματικότητα, τους εξηγεί πως λειτουργεί η διαφορετικότητα και πως όλοι μας είμαστε ίσοι απέναντι σε όλους. Πως το παιχνίδι Μπιζζ γίνεται Κιμπούτ στα Περσικά και αν ο παστουρμάς έχει πιο έντονη μυρωδιά από το τζατζίκι.

Θέλω να κάνω ιδιαίτερη αναφορά στους ηθοποιούς της παράστασης. Είναι από τις λίγες φορές που βλέπω παιδικό έργο και οι ηθοποιοί δεν υπέρ- παίζουν και δε περιγράφουν τον ρόλο τους.
Ο Φώτης Λάζάρου, ως «Μπάμπης Παπαδάκης», χτίζει έναν χαρακτήρα, τόσο μέσα στο κείμενο, περιγράφοντας με τον πιο εύστοχο τρόπο τα στερεότυπα του ανθρώπου που φοβάται να αλλάξει τα πιστεύω του και καταφεύγει σε ακραίες συμπεριφορές. Η ευκολία του, να μεταμορφώνεται σε οποιαδήποτε ερμηνευτική συνθήκη, τον καθιστά ιδιαίτερα άμεσο και δραματουργικά πολύτιμο.

Η Γεωργία Δελαρόχα Κυριαζή, στον ρόλο της «Δώρας», βρίσκει τα ερμηνευτικά της πατήματα, κατά τη διάρκεια του έργου, έχοντας σκηνική άνεση και δημιουργώντας πολύ καλή χημεία με τον Κωστή Ραμπαβίλα, τον θεατρικό αδερφό της, «Γιάννη». Οι δυο τους αναπτύσσουν ερμηνευτική οικειότητα, δίνοντας ρυθμό στην παράσταση.
Ένας από τους ρόλους που διασκευάστηκαν ήταν αυτός της μικρής «Αμπίρα», που στην ελληνική εκδοχή είναι Πακιστανικής καταγωγής -και όχι Τουρκικής που είναι στο πρωτότυπο. Η Φανή Ξενουδάκη βγάζει μια ήρεμη δύναμη μέσα από την έντονη εκφραστικότητα που διαθέτει, ούτως ή άλλως. Σωστές παύσεις και καθαρή άρθρωση.

Στον ρόλο του έφηβου «Πιρούζ», ο Γιάννης Βαρβαρέσος συμπληρώνει ιδανικά την παρέα των παιδιών, με εναλλαγές και εντάσεις που δίνουν ώθηση στην πλοκή.
Ο Βασίλης Κουκαλάνι ( σε προσωρινή αντικατάσταση με τον Αλέξανδρο Τούντα) δεν ερμηνεύει τον «Μπάμπου Νουριάν», γίνεται ο «Νουριάν», και αναδεικνύει όλες τις ανατρεπτικές στιγμές του κειμένου, μιλώντας τη διάλεκτο Φαρσί και υπογραμμίζοντας τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι πρόσφυγες.
Η παράσταση κλείνει με το τραγούδι των Active Member «Παιδιά της ίδιας γης».