O Βασίλης Κουκαλάνι και η Συντεχνία του Γέλιου στο momentum για ένα θέατρο-εμπειρία για παιδιά

Κείμενο: Πέπη Νικολοπούλου

Η Συντεχνία του Γέλιου είναι πολλά περισσότερα από μια θεατρική ομάδα. Σημαίνει πολλά περισσότερα από μια κωμωδία και μια καλοστημένη παιδική παραγωγή. Και αυτό γίνεται αμέσως αντιληπτό όταν παρακολουθήσεις μια παράσταση αυτής της Super Ομάδας. Πέρα από τα ηθικοπλαστικά και εύκολα διδάγματα των παραμυθιών με το αναμενόμενο Happy End, μακριά από τα αυστηρά σκηνικά και τους τυποποιημένους διαλόγους των μεγάλων, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα ελεύθερο πεδίο, όπου όλα είναι πιθανά, όλα μπορούν να συμβούν.

Ως θεατής των παραστάσεων της Συντεχνίας του Γέλιου, βιώνεις μια συλλογική θεατρική εμπειρία, αφού ταυτίζεσαι με τις ρεαλιστικές ιστορίες που δραματοποιούνται εμπρός σου, αναγνωρίζεις την καθημερινότητά σου και συμμετέχεις άλλοτε φωνάζοντας, γελώντας, επευφημώντας ή και τραγουδώντας, όπως ειδικά συμβαίνει στη φετινή παράσταση Μορμόλης. Γιατί μετά από ένα χρόνο παύσης, η Συντεχνία του Γέλιου, πιο δυνατή από ποτέ ανεβάζει, μετά τις επιτυχημένες προηγούμενες παραστάσεις της, όπως οι, «Τζέλα Λέλα Κόρνας και Κλεομένης»«Μια γιορτή στου Νουριάν»«Είστε και Φαίνεσθαι» και το «Βάσος και Βιβή», δύο νέες παραστάσεις: «Πιο δυνατός από το Σούπερμαν» και το «Μορμόλη» που μετά από 45 χρόνια έρχεται να μας «παραμυθιάσει».

Βρέθηκα για καφέ με τον Βασίλη Κουκαλάνι, σκηνοθέτη της παράστασης μαζί με τον Γιώργο Παλούμπη, ιδρυτή της Συντεχνίας του Γέλιου και είπαμε πολλά. Κυρίως, μιλήσαμε για τον Μορμόλη, για τα συστατικά της επιτυχίας του αλλά και για τη φιλοσοφία του θεάτρου Γκριπς που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη ζωή του, από τα παιδικά του κιόλας χρόνια αλλά και για τα επόμενα σχέδιά του. Και έχοντας παρακολουθήσει το Μορμόλη αλλά και το Πιο δυνατός και από το Σούπερμαν, πρέπει να ομολογήσω πως είναι δύο από τις καλύτερες θεατρικές προτάσεις για παιδιά στη φετινή θεατρική σκηνή ή καλύτερα για τους μικρούς ανθρώπους, όπως τονίζει ο Βασίλης. Ο Μορμόλης δεν είναι κάτι εύκολο να εξηγήσεις, γιατί πρέπει να το νιώσεις. Δεν είναι ένα ξύλινο κουτί αλλά κάτι άπιαστο: είναι ο παιδικός αυθορμητισμός και η φαντασία, η ανάγκη για ελευθερία. Τα παιδιά το νιώθουν και το καταλαβαίνουν αμέσως. Οι μεγάλοι το έχουν ξεχάσει ή δεν το ένιωσαν ποτέ. Μια καταπληκτική παράσταση από μια εξαιρετική ομάδα ηθοποιών με ενέργεια, ρυθμό, και εξαιρετικές φωνές που σε συγκινούν με την «καθαρότητά» τους.

Γιατί πολύ απλά: «Δεν είναι happy end αλλά είναι ένα δημιούργημα προοπτικής, δεν είναι ότι έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα. Τώρα ξεκινάνε όλα. Όλα μας τα τραγούδια από τον Φοίβο και τους Active Member στο τέλος τους, υπονοούν πως όλα θα γίνουν αλλιώς, τώρα που θα βγεις έξω. Τώρα αυτή η ιστορία εδώ πάγωσε στο χρόνο, μένει εδώ – θα την ξανά αφηγηθούμε λαλά τώρα ξεκινάνε όλα», δηλώνει με ενθουσιασμό ο Βασίλης.

Και έχει τρομερή δύναμη όλο αυτό.

 

Μετά από 45 ολόκληρα χρονιά, φέρατε τον Μορμόλη στη σκηνή. Γιατί κάνατε αυτή την επιλογή;

O Μορμόλης είναι η απαρχή όλου του υλικού που εμείς κάνουμε. Το πέρασμα από το παραμύθι στο ρεαλισμό. Όποτε, το κάνουμε σε ένα πλαίσιο. Για εμένα έχει νόημα σε αυτή τη χρονική στιγμή, μόνο αν παίζεται, ως ρεπερτόριο. Να έχει δηλαδή παρακολουθήσει και άλλες δουλειές μας. Η καινούργια μας θεατρική πρόταση για φέτος, ο νέος Νουριάν δηλαδή, είναι ο Σούπερμαν που αγγίζει ένα ευαίσθητο κοινωνικό θέμα, με τους ίδιους όρους, την κωμωδία, την αποδομή, το ξεμπροστιάρισμα και με τους μηχανισμούς που επιφέρουν, την προκατάληψη, την επιφύλαξη, την περιχαράκωση. Όμως είναι και η στιγμή που ο κόσμος πρέπει να αρχίσει να συνδυάζει την παράσταση Μορμόλης με το υλικό από το οποίο ξεκίνησαν όλα αυτά.

Πιστεύεις ότι εξακολουθεί να είναι επίκαιρος; Και αν ναι που έγκειται η επιτυχία του;

Ο Μορμόλης όταν ξεκίνησε στη Γερμανία το 1969 λεγόταν Mugnog (Kinder) και από τότε δεν ξαναπαίχτηκε εκεί. Στην Ελλάδα όταν πέρασε αυτή τη λογοκρισία της χούντας, αυτό το αντιαυταρχικό έργο το είδαν στο Θέατρο Αθηνά μερικές μόνο ημέρες από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, ο κόσμος δεν πίστευε αυτό που έβλεπε. Έχει δηλαδή μια ιστορικότητα. Eπίσης, η ονομασία Μορμόλης είναι μια φοβερή επινόηση. Είναι ένα όνομα φοβερά επιτυχημένο και δεν θα είχε την ίδια αξία αν το αλλάξεις και το μεταγράψεις στα καινούργια δεδομένα. Δεν θα λειτουργήσει ποτέ για το Μορμόλη. Μετά από τρεις σχολικές παραστάσεις τα παιδιά έχουν μπει μέσα σε αυτό. Από τα πρώτα κιόλας λεπτά φωνάζουν «άσε κάτω το Μορμόλη» δηλαδή είναι ένα λαϊκό θέαμα που τα παιδιά γρήγορα αντιλαμβάνονται τη συμμετοχή τους. Άρα είναι τελείως επίκαιρο και επιτυχημένο.

«Στις πρόβες έλεγα στα παιδιά αντί να δουν σειρές να βάλουν και να δουν μια δυο ταινίες των Κοέν»

Τα παιδιά δηλαδή αντιλαμβάνονται τι συμβαίνει; Κατανοούν πιστεύεις τα μηνύματα και αν ναι ποιο τα βασικό συστατικό γι’ αυτή την κατανόηση, γι’ αυτή την ταύτιση;

Επειδή το θέαμα είναι κωμωδία και όλα βγαίνουν μέσα από τη σκηνική δράση, για αυτό άλλωστε και απαιτείται ρεαλιστικό παίξιμο, τα παιδιά δεν αντιλαμβάνονται αμέσως. Αυτό συμβαίνει μέσα από μια εμπειρία, η οποία του είναι γνώριμη. Αυτό είναι η ταύτιση. Και αυτό είναι το στοίχημα. Γιατί και η δραματουργία είναι δύσκολο στοίχημα. Πολλές φορές αναγκάζεσαι και τα συμπεράσματα για να τα πας παραπέρα, πρέπει να τα εκφωνήσεις, να τα ονοματίσεις. Και εκεί θέλει προσοχή γιατί εκεί μπορεί εύκολα να ξεφύγει. Eδώ έχουμε Ντάριο Φο για παιδιά. Έχει δήμαρχο, έχει αστυνομικό, που εδώ στα μάτια των παιδιών χάνουν το βάρος τους και τελικά γίνεται κάτι ακαταμάχητο. Τα μικρά γελάνε πολύ βαθιά όταν βλέπουν πως μπορεί να γίνουν πιο έξυπνα από τους μεγάλους. Ότι οι δικές τους προτάσεις είναι καλύτερες από εκείνες των μεγάλων. Αυτό επιφέρει ένα γέλιο, όχι κανονικό αλλά πολύ βαθύ. Γιατί το παιδί έχει το ηθικό πλεονέκτημα και βγάζει γλώσσα. Αυτή άλλωστε είναι και η δύναμη του παιδιού – να περιγελά τους ισχυρούς. Εγώ πάντα λέω στους συνεργάτες μου ότι εκεί βρίσκεται η επανάσταση.

Ήρθε σε μια παράσταση ο Γιάννης Σακαρίδης και μου είπε «έχεις βάλει κάτι από αδελφούς Κοέν». Και αυτό ήταν και η σκηνοθετική μου οδηγία. Στις πρόβες έλεγα στα παιδιά αντί να δουν σειρές να βάλουν και να δουν μια δυο ταινίες των Κοέν. Και όντως η παράσταση έχει αυτό το οριακά γκροτέσκο. Κρατάει τα γκέμια του απόλυτου ρεαλισμού. Δεν είναι Πίντερ που είναι μεταξύ γελοίου και παράλογου, δεν είναι Κοέν που είναι οριακά γκροτέσκο αλλά είναι και γελοίο, και παράλογο και γκροτέσκο. Δημιουργείται πάνω στη σκηνή ένα αχαλίνωτο σπάσιμο των στερεοτύπων, των συμβατικοτήτων. Το ότι κάποιοι, πάνω στη σκηνή, ονειρεύονται μια ουτοπία και την τολμούν κιόλας, τα ενθουσιάζει τα παιδιά. Εδώ τα παιδιά συνειδητοποιούν ότι αυτό το θέατρο συνηγορεί με εκείνα. Γιατί το να παίξει ένας ενήλικας ένα παιδί, είναι καλύτερο από το να παίξει ένα παιδί ένα άλλο παιδί πάνω στη σκηνή, γιατί τότε ο θεατής/παιδί θα μπερδευτεί, θα συγκριθεί. Ενώ ένας ενήλικας, του κλείνει το μάτι, συμφωνεί. Και το να κερδίσεις την εμπιστοσύνη των παιδιών είναι πολύ σημαντικό.

 

Έχετε κρατήσει το αρχικό κείμενο του Παναγιώτη Σκούφη και τη μουσική του Γιάννη Σπανού, της αρχικής δηλαδή παράστασης;

Υπάρχει μια συνθήκη συνεργασίας με τον Σκούφη και εφόσον ο Μορμόλης ήταν μια δική του επινόηση, μείναμε πιστοί στο κείμενο. Υπάρχουν βέβαια και κάποιες μικρές προσθήκες, κάποιες τσαχπινιές που τελικά λειτούργησαν. Θυμάμαι όταν μικρός είχα έρθει στην Ελλάδα και έλεγα για παράδειγμα εγώ είμαι το καλύτερο σέντερ φορ, άκουγα το «κολοκύθια είσαι». Το κολοκύθια, το σαχλαμάρα, εδώ υπάρχει. Δεν το λέμε πια αλλά λειτουργεί και είναι αστεία. Είμαι πολύ χαρούμενος που μείναμε πιστοί στο κείμενο. Έχουμε κάνει νέα ενορχήστρωση της αρχικής μουσικής με το Κώστα Νικολόπουλο. Το κομμάτι που έχουμε προσθέσει ραπ, το έχει κάνει ο Θέμος Σκανδάμης, το οποίο και κάνει και όλη τη διαφορά στο τραγούδι. Και επειδή ο Μορμόλης είναι πολύ συναυλιακός, ο κόσμος έρχεται να ακούσει και τα τραγούδια.

Υπάρχει μυημένο κοινό σε ό,τι σημαίνει ο Μορμόλης;

Ναι υπήρχε μυημένο κοινό κυρίως στις πρεμιέρες όταν τα παιδιά ερχόντουσαν με τους γονείς τους, άρα σε μικρό ποσοστό. Γιατί όταν άρχισαν να έρχονται τα σχολεία, τα περισσότερα παιδιά δεν το ξέρουν, το βλέπεις.

Τι είναι τελικά ο Μορμόλης;

O Mορμόλης είναι Μορμόλης. Περιέχει μέσα του το ηθικό πλεονέκτημα των παιδιών, των αδύναμων, είναι το ακαταλόγιστο που έχει ο μικρότερος, ο καταπιεσμένος, ο αδύναμος. Έχει το ανατρεπτικό και το σκωπτικό γέλιο των παιδιών. Γι’ αυτό άλλωστε και μετά το κουτί γίνεται κάτι άλλο – ξύλα για τη σόμπα.

Οι φετινές σας παραστάσεις έχουν βρει στέγη κάτω από τη σκεπή του Σύγχρονου Θεάτρου. Λειτουργεί καλά σε αυτό το χώρο το πρόγραμμά σας;

Το θέατρο Πορεία από όπου και ξεκινήσαμε και ανδρωθήκαμε σχεδόν, θα ήταν και ο ιδανικός χώρος για τον Μορμόλη. Είναι αμφιθεατρικά, τριμετωπικά με εγγύτητα σκηνική, τα παιδιά είναι δίπλα σου ακριβώς, συναισθάνονται αυτό που συμβαίνει πάνω στη σκηνή. Είναι ένας χώρος ζεστός και ταιριάζει σε αυτό που κάνουμε. Δυστυχώς όμως αυτή τη δεδομένη στιγμή, με τις υπερπαραγωγές του Δημήτρη Τάρλοου στο Θέατρο Πορεία θα ήταν αδύνατο να είχαμε αυτονομία. Είναι χτισμένος πλέον ο χώρος σε μια δύο παραγωγές. Εδώ, στο Σύγχρονο Θέατρο, αν και με μια μικρή κλίση του χώρου, τελικά το σχήμα έχει λειτουργήσει και είμαστε απόλυτα ικανοποιημένοι.

Πώς πηγαίνουν οι επισκέψεις των σχολείων; Aντιμετωπίζουν προβλήματα οικονομικά που δυσκολεύουν τις επισκέψεις;

Έρχονται πολλά σχολεία, δημόσια και ιδιωτικά από πολλές και διαφορετικές περιοχές. Πρόβλημα υπήρχε λίγο με παιδιά που δεν μπορούσαν να πληρώσουν το εισιτήριο αλλά υπάρχει το πρόγραμμα Δικαίωμα στο Θέατρο με χορηγούς την Αlpha Bank και τη Western Union που πληρώνουν τα εισιτήρια. Γιατί όταν το 30% των μαθητών ενός σχολείου δεν μπορεί να πληρώσει, τότε δεν πάει στη παράσταση ολόκληρο το σχολείο. Περίπου 12.000 παιδιά έχουν παρακολουθήσει τις παραστάσεις από το Τζέλα Λέλα και μετά μέσω του προγράμματος Δικαίωμα στο Θέατρο.

Έχετε σκεφτεί το ενδεχόμενο Live Streaming της παράστασης για σχολεία;

Θέλουμε πολύ και το έχουμε σκεφτεί αλλά δεν έχω δυστυχώς το οργανωτικό σθένος. Μας το έχουν ζητήσει στην Αμερική και την Αυστραλία αλλά πρέπει λίγο να χαλαρώσουμε και μετά να το οργανώσουμε.

 

Ο Μορμόλης, άνηκε στο ρεπερτόριο του πρωτοποριακού θιάσου του Φόλκερ Λούντβιχ (Volker Ludwig), «Θέατρο Γκριπς» («Gripstheater»), ήταν η τρίτη παραγωγή του θεάτρου. Βασίλη, τι σημαίνει Γκριπς και πόσο τελικά δεμένος είσαι με αυτό το είδος;

Στη Βόρεια Γερμανία η λέξη αυτή σημαίνει «νιονιό», ότι σε κάποιον, δηλαδή «του κόβει». Η ευχαρίστηση του να σκέφτεται κανείς, η ηδονή του να ξεμπροστιάζεις, να ξεσκεπάζεις ένα μηχανισμό, όπως το να σκεφτεί δηλαδή ένα παιδί ότι ο μπαμπάς του έχει χάσει τη δουλειά του, και έχει θυμό γιατί του φωνάζει και το αφεντικό του. Τα μυστήρια των παιδιών δεν είναι τι έχει ο ουρανός. Τα πραγματικά μυστήρια είναι γιατί αυτή η οικογένεια έχει μια μαμά ή γιατί αυτό το παιδάκι φεύγει πάντα μόνο του από το σχολείο. Γιατί αυτή η μαμά έχει πάντα λυπημένο πρόσωπο. Αυτά που δεν αναφέρουμε στα παιδιά αυτά είναι τα πραγματικά τους μυστήρια. Αυτά τα δείχνει και τα ξεμπροστιάζει το Γκριπς. Η ομάδα βγήκε μέσα από το αντιαυταρχικό θέατρο. Η ιδέα να κάνουν παιδικό θέατρο ήταν η αποαστικοποίηση του θεάτρου, πώς δηλαδή θα μπει το θέατρο στα σπίτια των αστικών τάξεων. Ήταν δηλαδή μια κοινωνική πράξη. Ήθελαν να κάνουν ένα θέατρο για παιδιά, το οποίο να είναι σε πρακτικές δομές, να απεικονίζει δηλαδή τον κόσμο, με τα κακώς κείμενά του, όπως είναι. Απλά στο Γκριπς υπάρχει και η κωμωδία, η μπουλβάρ κωμωδία, με θεματικές. Απεικονίζεται ο κόσμος μέσα από μια συγκεκριμένη οπτική βέβαια, που είναι ενδεχομένως σατιρική και δείχνουμε και στο τέλος την προοπτική με ένα εμψυχωτικό τραγούδι. Στο τέλος πάντα υπάρχει μια συμφιλίωση, μια σύγκληση, όχι απαραίτητα ένα Happy end. Τα παιδιά δεν είναι τα ίδια όπως όταν ξεκίνησε η παράσταση, έχουν κάνει άλματα – είναι κάπως όταν ερωτεύεσαι που δε μπορείς να καταλάβεις πώς ζούσες πιο πριν χωρίς αυτό, μια πορεία ενηλικίωσης και οι μεγάλοι ψάχνουν να βρουν την παιδικότητά τους και πάλι. Εκεί υπάρχει μια σύγκλιση.

«Τα μυστήρια των παιδιών δεν είναι τι έχει ο ουρανός»

Σήμερα, έχεις διατηρήσει επαφή με τους δημιουργούς του Μορμόλη και το Θέατρο Γκριπς;

Με τον Φόλκερ Λούντβιχ οι σχέσεις μας είναι πολύ στενές. Έχω έναν κολλητό 82 χρονών. Ξεχνάω ότι έχω δίπλα μου ένα γέροντα. Eίναι μάχιμος, είναι έφηβος στην ψυχή. Κάνει όνειρα για το μέλλον. Ένα μιούζικαλ που είχε γράψει θέλει να το κάνουμε πάλι μαζί. Και τώρα το Φεβρουάριο, φεύγω και πηγαίνω στο Βερολίνο για να σκηνοθετήσω την επετειακή παράσταση του θεάτρου Γκριπς. Επειδή εδώ ήμουν ένας άνθρωπος πιστός στο παραδοσιακό Γκριπς, και ταυτόχρονα, με αυτό το πράγμα που κάναμε, έγινε μια μικρή επανάσταση, μου ανέθεσαν με κάποιο τρόπο να το πάμε λίγο παραπέρα. Πάω λοιπόν εγώ και οι σκηνογράφοι μου εκεί για να ετοιμάσουμε αυτή την επετειακή τους παράσταση για τον εορτασμό των 50 χρόνων τους, που θα ολοκληρωθεί στις 6 Ιουνίου με στοιχεία από το έργο «Τζέλα Λέλα Κόρνας και Κλεομένης». Ο Σούπερμαν επίσης την ίδια ημέρα θα παίξει στο Βερολίνο.

Είδαν την παράσταση Μορμόλης εδώ στην Αθήνα;

Ναι την είδαν και τρελάθηκαν με το σκηνικό περιβάλλον. Μοιάζει με Green screen με τα αντικείμενα να μοιάζουν σαν να βρίσκονται τυχαία εκεί, ατάκτως ριγμένα που ωστόσο έχει την υπόσχεση του μοντέρνου, του νεωτερικού και είναι σαν να λέει ότι εδώ θα παιχτούν πολλά πράγματα, τραγωδία, δράμα. Δημιουργεί την αίσθηση ενός ελεύθερου πεδίου, όπου μπορούν να συμβούν πράγματα. Είδαν λοιπόν το σκηνικό και επειδή ψάχνουν κιόλας για να δουν στο Γκριπς τι μπορούν να κάνουν με το παλιό υλικό τους, ώστε να υπολογίζεται και πέραν της παράδοσης του με κάποιο τρόπο, μου έχουν αναθέσει αυτό το ρόλο.

[ Για τους συνεργάτες του και στις δύο παραστάσεις μου μιλάει με τα καλύτερα λόγια ]

 

Ο Γιώργος Παλούμπης που έχουμε κάνει μαζί τη σκηνοθεσία στο Μορμόλη, σκέφτεται ομαδικά, σκέφτεται πώς να πούμε μια ιστορία. Έφτιαξε μια παράσταση Dada. O Μορμόλης χωρίς το Γιώργο θα ήταν δύσκολο. Και επειδή εγώ χρειάζομαι πάντα ομάδα, εγώ είμαι η ανάγνωση και ο Γιώργος είναι η εφαρμογή. Και όταν το κάνουμε μαζί έχουμε την τέλεια συνεννόηση. Στο Σούπερμαν εγώ ήμουν η εφαρμογή και την αφήγηση την κάναμε μαζί με τον Αντώνη Ρέλλα. Χωρίς αυτές τις συνεργασίες δεν θα είχαμε τη δύναμη πoυ έχουν αυτά τα δύο έργα. Επίσης έχουμε ένα πολύ δυνατό cast με ηθοποιούς που και κατέχουν τη δουλειά αλλά και την αγαπάνε. Πολύ σημαντική είναι η συνεργασία μας με την Κίνηση Ανάπηρων Καλλιτεχνών, μέσω του Αντώνη Ρέλλα, κινηματογραφιστή και ακτιβιστή, από τον οποίο και μάθαμε πάρα πολύ. Γνωρίσαμε κόσμο, μας συμβούλευσαν και ειδικά στον Τζούλιο, ο οποίος και έχει κάνει φοβερή δουλειά και έχει και τη δική του ιδιαίτερη γοητεία που του ταιριάζει.

Στην παράσταση «Πιο Δυνατός και από τον Σούπερμαν» έχουμε στο προσκήνιο την αναπηρία. Είχε δυσκολίες αυτό το εγχείρημα;

H αναπηρία είναι στο προσκήνιο του κοινωνικού διαλόγου. Η παράσταση Σούπερμαν την παρουσιάζει ως ένα κοινωνικό μοντέλο, και όχι ιατρικό φαινόμενο. Και το δείχνει αυτό σκηνικά. Το κάνουμε ψυχαγωγικό για αυτούς που το βλέπουν ώστε τα συμπεράσματα να βγαίνουν ακαριαία. Είχαμε δυσκολίες σε αυτό το εγχείρημα -ψάξαμε να βρούμε ανάπηρο ηθοποιό αλλά δε βρήκαμε. Και δε βρήκαμε γιατί μέχρι και πριν από 1,5 χρόνο απαγορευόταν στους ανάπηρους να πάνε να σπουδάσουν θέατρο βάσει προεδρικού διατάγματος που καταργήθηκε με πίεση από την Κίνηση Ανάπηρων Καλλιτεχνών. Αλλά παραμένει ένα διάταγμα, όπου το Κρατικό Θέατρο και το Θέατρο Βορείου Ελλάδος δεν δέχονται ανάπηρους κάτι που από τη Ρωσία, την Αγγλία έχει καταργηθεί εδώ και πολλά χρόνια. Άρα δε βρήκαμε εκπαιδευμένους ανάπηρους ηθοποιούς. Ειδικά σε αυτό το είδος, που πρέπει να τραγουδήσεις πάνω στη σκηνή, να κινηθείς. Ο χώρος είναι καθολικά προσβάσιμος για τους ανάπηρους, έχει ράμπες και τουαλέτα, την Κυριακή έχουμε νοηματική και υπέρτιτλους – αν το ζητήσει κάποιο σχολείο και τις καθημερινές μπορούμε να το έχουμε.

[ Έχοντας βιώσει τη μετανάστευση σε μικρή ηλικία, δεν δίστασε να ασχοληθεί στις παραστάσεις του με το συγκεκριμένο θέμα αλλά και με μια σειρά από σοβαρά κοινωνικά ζητήματα όπως ο ρατσισμός, η ανισότητα, ο αποκλεισμός, η ομαδικότητα, το σχολικό άγχος και ο εκφοβισμός. ]

«Τώρα έχουμε ένα momentum που αν το διατηρήσουμε, θα καταφέρουμε να εδραιώσουμε τη Συντεχνία του Γέλιου ως ένα θέατρο καλό για παιδιά»

Διαφορετικές παραστάσεις, περισσότερος ρεαλισμός, πιο στενή επαφή με την καθημερινότητα. Μια καθημερινότητα που κάποιες φορές πληγώνει, άλλες τρομάζει και και τελικά διαμορφώνει στερεότυπα αλλά και αντιφάσεις. Πως βλέπεις την ελληνική κοινωνία. Δέχεται τελικά το διαφορετικό;

Επιμένω ότι κανένας λαός και κανένα έθνος δεν είναι περισσότερο ή λιγότερο ρατσιστικό από κάποιο άλλο. Ο ρατσισμός, οι προκαταλήψεις έχουν τόπο και χρόνο γέννησης. Γεννιούνται μέσα από συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες και αντιφάσεις. Εδώ ο ρατσισμός «φορέθηκε» για να δημιουργήσει μετά το 2010 μια αναστάτωση. Πριν το 2010, ακούγαμε για Χρυσή Αυγή και γελούσαμε. Ξαφνικά έγιναν είδηση. Το 2010 ήμασταν στα χαμηλότερα ποσοστά μετανάστευσης και εισροής αλλά και παραμενόντων. Αυτή η επιθετικότητα ήρθε όταν ψηνόταν η κρίση. Δεν υπάρχει θέμα κληρονομιάς, ή ταμπεραμέντου ή νοοτροπίας των λαών. Συμβαίνει όταν υπάρχουν κοινωνικές εντάσεις και υπάρχει αυτή η κοινωνική εξόντωση.

Η παιδεία, τα πολιτιστικά ερεθίσματα δεν επηρεάζουν;

Ναι σαφώς αλλά όλα αυτό νομίζω ότι προκύπτουν κυρίως λόγω φόβου. Οι Αμερικανοί χτίζουν πάνω στο φόβο. Η επιθετικότητα έχει πάντα από πίσω του φόβο και επιφύλαξη. Όταν μια κοινωνία είναι ελεύθερη και συμμετοχική μπορεί να δεχτεί το διαφορετικό και το καινούργιο. Πολλά νεοφασιστικά δόγματα εκεί απευθύνονται, λέγοντας ότι η ξενοφοβία και ο ρατσισμός είναι ένα εγγενές στοιχείο του ανθρώπου. Ότι έτσι γεννιέται. Το οποίο είναι σαφώς επικίνδυνο. Διαφωνώ με αυτό, δεν θα μας το φορέσουν. Εγώ πιστεύω ότι ο άνθρωπος γεννιέται ειρηνικός, χαρισματικός. Είναι οι συνθήκες της ζωής, οι αντιφάσεις της κοινωνίας που τον κάνουν έτσι. Ούτε στη Λατινική Αμερική που οι Ίνκας, όταν είδαν τις καραβέλες να έρχονται καταρχάς φοβήθηκαν αλλά δεν σκέφτηκαν ότι ήρθα να τους τα πάρουν – τους τα πήραν βέβαια.

Είναι πιστεύεις τα παιδιά σήμερα περισσότερο ευτυχισμένα από ότι τις προηγούμενες δεκαετίες;

Δεν ξέρω αν ήταν πιο ευτυχισμένα αλλά εκείνη η δεκαετία, του ’80 είχε περισσότερο περιεχόμενο. Αυτά που παίζαμε, οι περιπέτειες που ζούσαμε, ήταν έντονες, ήταν πιο καθοριστικές. Θυμάμαι στα 14 περίπου ήμουν, όταν κοιτούσα μια φωτογραφία μου στα 10 ή στα 12 και σκεφτόμουν «ούου αυτό ήταν πολύ παλιά», αυτό ήταν αιώνες πριν. Γιατί ζεις πολλά, γιατί εκλαμβάνεις πολλά. Στο Τζέλα Λέλα, βγαίνουν να παίξουν και τελικά τους τυχαίνει κάτι τόσο ξεκούδουνο, στο οποίο βέβαια τα καταφέρνουν μέσα από την αλληλεγγύη και τη συνεννόηση. Και την επόμενη ημέρα, όταν θα πάνε στο σχολείο αυτά τα ίδια παιδιά, θα βλέπουν τον κόσμο διαφορετικά, μοιραία. Αυτό δεν υπάρχει πια. Νομίζω ότι όλα έχουν γίνει τελικά λίγο αυτοκινητόδρομος. Εγώ όσο δύσκολα και να ήταν τα παιδικά μου χρόνια λόγω μετακινήσεων, ήταν πολύ ωραία παιδικά χρόνια, λέω. Η χειρότερη δεκαετία μου ήταν 20 με 30. Γιατί τότε, δε παίρνεις χαμπάρι τι σου γίνεται. Μετά τα 33 και μετά, μου αρέσει. Υπάρχει και αυτή η εξέλιξη που είναι πιο καθοριστική.

Τι εύχεσαι για τη Συντεχνία του Γέλιου;

Η κούραση είναι μεγάλη αλλά όλο αυτό με ανταμείβει. Κάνουμε όλοι πολλά πράγματα ταυτόχρονα. Και ήρθε η ώρα και για τη Συντεχνία του Γέλιου να εδραιωθεί. Τώρα έχουμε ένα momentum που αν το διατηρήσουμε, θα καταφέρουμε να εδραιώσουμε τη Συντεχνία του Γέλιου ως ένα θέατρο καλό για παιδιά, “of, for and by the people”, όπως λένε και οι Αμερικάνοι.

 

https://www.elculture.gr/blog/article/o-%CE%B2%CE%B1%CF%83%CE%AF%CE%BB%CE%B7%CF%82-%CE%BA%CE%BF%CF%85%CE%BA%CE%B1%CE%BB%CE%AC%CE%BD%CE%B9-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B7-%CF%83%CF%85%CE%BD%CF%84%CE%B5%CF%87%CE%BD%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B3%CE%AD%CE%BB%CE%B9%CE%BF%CF%85-%CF%83%CF%84%CE%BF-momentum-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CE%AD%CE%BD%CE%B1-%CE%B8%CE%AD%CE%B1%CF%84%CF%81%CE%BF-%CE%B5%CE%BC%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%80%CE%B1%CE%B9%CE%B4%CE%B9%CE%AC/