Πώς να δείξεις στα παιδιά την ανατροπή των στερεοτύπων

Γρηγόρης Ιωαννίδης

 

Η «Συντεχνία του Γέλιου» είναι ο τελευταίος απόγονος μιας πορείας ανανέωσης του παιδικού θεάτρου που ξεκίνησε τη δεκαετία του ’70 από τις παιδικές σκηνές της Καλογεροπούλου, της Φακίνου και του Ποταμίτη.

Συνεχίζοντας τον αγώνα τον καλό για την ανάπτυξη ενός θεάτρου για ανήλικους θεατές, η «Συντεχνία του Γέλιου» με οδηγό τον σκηνοθέτη Βασίλη Κουκαλάνι παρουσιάζει αυτή τη χρονιά ένα ακόμη έργο -το τέταρτο- του αγαπημένου της συγγραφέα Φόλκερ Λούντβιχ. Οπως πάντα, η παράσταση στο Σύγχρονο Θέατρο είναι γεμάτη από τη χαρά και την πεποίθηση ενός αγώνα που στοχεύει στην αφύπνιση των μικρών θεατών και αυριανών πολιτών αυτής της χώρας.

Πρόκειται για στάση συνειδητά στρατευμένη που εμφανώς έχει εκλείψει από το θέατρό μας τις τελευταίες δεκαετίες, μα που κάποτε -ειδικά στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης- καθόρισε μεγάλο μέρος του θεάτρου μας. Η «Συντεχνία του Γέλιου» είναι από αυτήν την άποψη ο τελευταίος απόγονος μιας πορείας ανανέωσης του παιδικού θεάτρου που ξεκίνησε τη δεκαετία του ’70 από τις παιδικές σκηνές της Καλογεροπούλου, της Φακίνου και του Ποταμίτη.

Η πορεία αφορά πάντα ένα «χειραφετικό παιδικό θέατρο» ικανό να μεταφέρει με απλούστερα μέσα τις επιταγές ενός θεάτρου πολιτικού: μπρεχτική τεχνική στην υπόκριση, λιτά και ουσιαστικά σκηνικά, πολλή και κριτική μουσική, διαλεκτική αντιμετώπιση του θέματος, στόχευση στο κριτικό αντί για το συναισθηματικό κριτήριο του θεατή. Και τότε, όπως και τώρα ασφαλώς ένα τέτοιο «θέατρο για παιδιά» προκαλεί εντύπωση, κυρίως όπως αντιμετωπίζει τους μικρούς θεατές με εμπιστοσύνη στην κριτική τους ικανότητα, όπως ζητάει να μπει στη δική τους θέση, όπως ζητάει να γίνουν όλοι συμμέτοχοι στην κριτική του συστήματος και την ανατροπή του. Κι όλα αυτά εννοείται όχι μικραίνοντας, αλλά μεγεθύνοντας το τελικό ζητούμενο, που δεν είναι άλλο από ένα θέατρο διδακτικό όσο και χαρμόσυνο, διαφωτιστικό όσο και διασκεδαστικό, πολεμικό αλλά και μέχρι τέλους θετικό απέναντι στους νέους.

Σαν απόλυτο πρότυπο στην προσπάθειά του ο Κουκαλάνι έχει τον περίφημο ιδρυτή του νέου γερμανικού παιδικού θεάτρου και της πιο επιδραστικής σκηνής του, τον Φόλκερ Λούντβιχ, του θέατρου GRIPS. Και δεν έχει άδικο. Στη χώρα των παραδοσιακών παραμυθιών ο δαιμόνιος θεατράνθρωπος διάλεξε πριν από σχεδόν πέντε δεκαετίες να αποτινάξει τον εκμαυλισμό του παραμυθοδράματος και να προχωρήσει θαρραλέα σε ένα παιδικό θέατρο με θέματα παρμένα από την αληθινή ζωή και τα προβλήματα των νέων.

Το «Είμαστε πάτσι», που ανεβαίνει στον Κεραμεικό στη ριζική διασκευή του σκηνοθέτη, αφορά ένα τέτοιο πραγματικό ζήτημα, που με άλλη διευθέτηση και διαφορετικό τόνο θα μπορούσε πιθανόν να απασχολεί εξίσου καλά και οποιοδήποτε θέατρο ενηλίκων: το ζήτημα των έμφυλων ρόλων και της ισότητας, της παραδοσιακής οικογένειας αλλά και της καταπίεσης των μελών της από την πατριαρχία.

Εδώ, στο έργο του Λούντβιχ, έχουμε μια μονογονεϊκή οικογένεια που αποτελείται από μια συγκροτημένη -και πιεσμένη- μητέρα και τα δύο ζωηρά παιδιά της. Παρά τα όποια προβλήματα η μικρή αυτή οικογένεια μοιάζει να έχει βρει τις ισορροπίες της με κατανόηση, ελευθερία και την απαραίτητη συνεργασία μεταξύ των μελών της, κατακτώντας έτσι ένα περιβάλλον διαλόγου και συμπαράστασης, αθωότητας και αμεροληψίας.

Εχει ενδιαφέρον ασφαλώς το ότι την οικογένεια αυτή δεν βαραίνει ένα αίσθημα κατωτερότητας, στοιχείο που θα μπορούσε να οδηγήσει την υπόθεση σε πιο μελοδραματικά μονοπάτια. Το πρόβλημα δεν βρίσκεται τόσο μέσα στην ίδια την οικογένεια, αλλά στις αναποδιές που φέρνει ο συντηρητικός περίγυρος, καθώς δεν ανέχεται τη φασαρία των κατά τα άλλα πολύ ώριμων παιδιών ή την έλλειψη πατρικού προτύπου στο σπίτι.

Το άλλο πρόβλημά της είναι πολύ πιο ανθρώπινο. Εχει να κάνει τόσο με τη μοναξιά της μητέρας που καλείται να μεγαλώσει δύο παιδιά μόνη της, όσο και με τα οικονομικά της όρια. Και αυτή η μοναξιά, μαζί με την οικονομική ανασφάλεια, θα βρει στήριγμα στον ερχομό ενός νέου «μπαμπά», ενός συμβατικού εργάτη μιας βιομηχανίας, που έχει ο ίδιος μεγαλώσει -και έτσι γνωρίζει να μεγαλώνει- με τα στερεότυπα των φύλων και τη σχετική ιδέα για το τι σημαίνει ισότητα σε μια πατριαρχική οικογένεια.

Ο ερχομός του νέου αυτού μέλους θα φέρει όπως είναι επόμενο αναστάτωση, ειδικά όταν ο νέος μπαμπάς θα επιχειρήσει να «συμμαζέψει» τα παιδιά και να επιβάλει τις αρχές του. Και αυτό θα συνεχιστεί μέχρις ότου αποκαλυφθεί πως στην πραγματικότητα ο θυμός και η πίεση που μεταφέρει στο σπίτι προέρχονται από την καταπίεση που και ο ίδιος υφίσταται στον εργασιακό του χώρο. Με άλλα λόγια, αυτό που τελικά λέει το «Είμαστε πάτσι», χωρίς υπερβολές ή μελοδραματισμούς, είναι πως η ανατροπή των στερεότυπων μπορεί να επιτευχθεί μόνο όταν φανεί ο μηχανισμός που γεννά τα στερεότυπα, την καταπίεση και την έμφυλη συμπεριφορά. Χρειάζεται να δούμε όλους σαν εν δυνάμει θύματα μιας βίας κοινωνικής.

Μα είναι αυτό θέμα για παιδικό έργο;… Κι όμως, δοσμένο με απλό και διασκεδαστικό τρόπο, χωρίς κραυγές ή εύκολες λύσεις, κυρίως με εμπιστοσύνη στο κριτήριο των παιδιών -κάποια από τα οποία γνωρίζουν ασφαλώς από πρώτο χέρι ανάλογες καταστάσεις εντός των οικογενειών τους- η παράσταση καταφέρνει να κάνει το οικείο «ανοίκειο». Κι έχει για συνεργάτη της τη μουσική και τα τραγούδια της Αννης Θεοχάρη και της Χαράς Γιαννούλα, γραμμένα σε διάφορους ρυθμούς, μα όλα ταιριαστά στα ακούσματα της νέας γενιάς.

Στο τέλος, όπως είπαμε, το έργο του Λούντβιχ καταλήγει σε μια παράσταση χαρούμενη, στρατευμένη στη σκέψη πως ο κόσμος μπορεί και πρέπει να αλλάξει προς το καλύτερο. Είναι η ίδια η πεποίθησή της στο μήνυμα του έργου που την ωθεί να παρουσιάζει τα πρόσωπά της με θέρμη και να τα τυλίγει με ενθουσιασμό: Η Βασιλική Διαλυνά, η Μαριέλα Δουμπού, η Χριστίνα Μαριάνου, ο Μικές Γλύκας, ο Φώτης Λαζάρου και ο Αντώνης Χρήστου συνθέτουν μια ομάδα που παίζει από κοινού σε «τρίτο πρόσωπο», οξύνει την κριτική ικανότητα μεγάλων και μικρών και δίνει μια παράσταση ουσιαστικά διαλεκτική.

Χωρίς αμφιβολία, όπως διέκρινα και ο ίδιος, η παράσταση ξεσηκώνει τους θεατές της, ασχέτως ηλικίας, κάνοντας τον καθένα να βγαίνει από το Σύγχρονο Θέατρο χαμογελαστός αλλά και σκεφτικός για τον θεσμό της παραδοσιακής ελληνικής οικογένειας. Αν και η αλήθεια είναι πως στην πλατεία υπήρχε ένα κοινό ήδη πολύ πεισμένο, ήδη πολύ προοδευτικό, σε κάθε περίπτωση ήδη έτοιμο να δεχτεί το μήνυμα.

Εδώ βρίσκεται το διαρκές πρόβλημα ενός πολιτικού θεάτρου που για να λειτουργήσει πρέπει να συναντήσει ακριβώς εκείνο το κοινό που δεν γνωρίζει ή που αντιδρά στις θέσεις του – αλλιώς το μόνο που παραβιάζει είναι ανοιχτές πόρτες. Πρόκειται για διαπίστωση παλιά όσο ο Μεσοπόλεμος πως ένα πολιτικό θέατρο που περιμένει να έρθει το κοινό προς αυτό, λίγα πράγματα θα επιτύχει. Πρέπει το ίδιο να κινήσει…

https://www.efsyn.gr/tehnes/theatro/365163_pos-na-deixeis-sta-paidia-tin-anatropi-ton-stereotypon