Πού παίζουν τα παιδιά στις πόλεις;

Η παράσταση «Λέλα, Τζέλα, Κόρνας και ο Κλεομένης», για ανθρώπους από 6 ετών, παίζεται κάθε Κυριακή στο Θέατρο Πορεία

της Ιωάννας Μεϊτάνη

Η παράσταση «Λέλα, Τζέλα, Κόρνας και ο Κλεομένης» είναι η καινούργια δουλειά της ομάδας που είχε ανεβάσει πριν από δυο χρόνια τη «Γιορτή στου Νουριάν», η οποία βρήκε μεγάλη ανταπόκριση στο κοινό και συνεχίζει και φέτος. Η φετινή παραγωγή είναι πάλι έργο του Φόλκερ Λούντβιχ, πάλι σε μετάφραση και διασκευή του Βασίλη Κουκαλάνι, ο οποίος έχει αγαπήσει, εκτιμήσει και πιστέψει στην αξία των έργων του Λούντβιχ και στον τρόπο δουλειάς του Grips Theater του Βερολίνου: θέατρο για ανθρώπους, όχι για παιδιά. Προβλήματα, και όχι παραμύθια. Λύσεις ρεαλιστικές και όχι μαγικά. Μέσα στο καζάνι της κοινωνίας και όχι στον πύργο της πριγκίπισσας.

Πολλά είναι αυτά που κάνουν το έργο επίκαιρο, ενώ έχει γραφτεί το 1971, πριν από σαράντα δύο χρόνια, από τον Γερμανό Φόλκερ Λούντβιχ. Προφανώς, για να αναφέρεται τότε ως πρόβλημα των παιδιών η έλλειψη ελεύθερου χώρου για παιχνίδι, θα ήταν πρόβλημα υπαρκτό, ακόμη και σε μια πόλη σαν το Βερολίνο, με τα αχανή πάρκα και τον απλόχωρο σχεδιασμό. Άρα, εκατό φορές πιο επίκαιρο είναι στις αθηναϊκές γειτονιές του σήμερα. Όπου οι παιδικές χαρές ορίζονται συνήθως από ψηλά κάγκελα (ενίοτε κλεισμένα με λουκέτο), έχουν συχνά πλαστικό δάπεδο, σπασμένες κούνιες και πλαστικές τσουλήθρες. Και όπου τα παιδιά δεν παίζουν μόνα τους, δεν ξεδίνουν, δεν βρομίζουν, δεν τρώνε χώμα (εδώ δεν φταίει μόνο το πλαστικό δάπεδο, αλλά αυτό είναι άλλη κουβέντα). Η προσέγγιση του δημόσιου χώρου συνολικά είναι περιοριστική, ελεγκτική, φοβική. Ο δημόσιος χώρος «προσφέρεται» στους πολίτες με προκαθορισμούς, με σιντριβάνια, με παράξενες άχρηστες κατασκευές, με χώρους «ειδικά διαμορφωμένους» για δραστηριότητες που μόνο σε κλειστά μυαλά χωράνε. Χώροι άδειοι, για ελεύθερη δημιουργική εκμετάλλευση από τους πολίτες, πάρκα χωρίς κάγκελα και παρτέρια, κομμάτια φύσης ή κομμάτια κενού μέσα στις πολυκατοικίες δεν υπάρχουν στις ελληνικές πόλεις. Τις πλατείες λες και τις σχεδιάζουν άνθρωποι που ζουν αλλού, τα ευθυγραμμισμένα πάρκα δεν ενθαρρύνουν την επαφή με τη φύση. Πόσος φόβος να δοθεί γενναιόδωρα στην πόλη ένας χώρος άδειος – έστω και χωρίς δέντρα, χωρίς φώτα, χωρίς σκαλάκια και παγκάκια (ένα πρώην αεροδρόμιο, ας πούμε, σαν το Τέμπελχοφ του Βερολίνου). Και μέσα σ’ όλα αυτά, κάποιοι υποφέρουν πιο πολύ από άλλους. Ας πούμε, τα παιδιά. Γιατί δεν καταλαβαίνουν τη λογική, μάλλον. Κι έτσι, κατά κανόνα, ακόμη κι αυτά συνηθίζουν στο ότι οι χώροι στην πόλη δεν τους ανήκουν. Είναι αλλουνού, είναι βρόμικοι, είναι στενοί, περιοριστικοί, είναι «μη» και «όχι». Δεν έχουν μόνο σκουπίδια και σκατά, έχουν και φόβο. Καλύτερα σπίτι. Και γρήγορα.

Η Λέλα, η Τζέλα, ο Κόρνας κι ο Κλεομένης ζουν, ας πούμε, στα Πατήσια. Πάρκα και πλατείες δεν έχουν, μόνο τσιμέντα, πεζοδρόμια και κάδους σκουπιδιών. Μόνο γκρίνια από γείτονες και θόρυβο απ’ τα αυτοκίνητα. Φτιάχνουν όμως το χώρο τους, εκεί, ανάμεσα στα γκράφιτι και πάνω στους κάδους. Κι έπειτα αποτολμάνε να διεκδικήσουν ένα χώρο ακόμη, ένα άδειο σπίτι. Ώσπου έρχονται αντιμέτωποι με τις αρχές και, στη συνέχεια, με τον παραλογισμό των ενηλίκων. Και έχουν το θάρρος να υψώσουν το μικρό τους ανάστημα.

Σε μια μεγαλούπολη τού σήμερα σαν την Αθήνα, το αίτημα για ελεύθερους χώρους ίσως ν’ ακούγεται πια ουτοπικό ακόμη και στα παιδιά, που τους χρειάζονται περισσότερο. Γιατί οι περισσότεροι γονείς είναι παραιτημένοι κι οι ίδιοι από το αίτημα και τις ενέργειες διεκδίκησης χώρων. Έτσι, στο έργο του Λούντβιχ υπάρχει κάτι άλλο (ή κάτι ακόμη) που συγκινεί, κι αυτό θαρρώ είναι πιο βαθύ και πιο αναγκαίο: το ξεπέρασμα του φόβου απ’ την παιδική αυτή παρέα· το σπάσιμο της σύμβασης, το πέρασμα στην αντεπίθεση. Η άγρια κρυφή χαρά που νιώθει ο θεατής όταν βλέπει πως οι χαρακτήρες του έργου κυνηγούν μια άλλη πραγματικότητα, την οποία εμείς δεν τολμάμε πια ούτε να την σκεφτούμε. Το σπάσιμο του γυάλινου αυτού τοίχου και το πέρασμα στην άλλη πλευρά, όπου η κατάληψη ενός άδειου σπιτιού όχι μόνο δεν είναι πράξη παράνομη, κατακριτέα, επικίνδυνη, τιμωρητέα, αλλά είναι δικαίωμα κόντρα σε έναν αγκυλωμένο παραλογισμό. Τον παραλογισμό του «καλύτερα σπίτι», όπου η επαφή με τους άλλους δεν λερώνει, δεν προβληματίζει και δεν απαιτεί, και όπου τα προβλήματα είναι πίσω απ’ το γυαλί – ή τέλος πάντων φτάνουν σ’ εμάς μέσα από αυτό.

 

Ιωάννα Μεϊτάνη

 

https://enthemata.wordpress.com/2013/11/10/iomeit/